- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δρῦς?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: drȳs 고전 발음: [뤼:] 신약 발음: []

기본형: δρῦς δρυός

형태분석: δρυ (어간) + ς (어미)

  1. 나무, 목재, 들보
  2. 참나무
  1. tree, timber
  2. oak

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δρῦς

나무가

δρύε

나무들이

δρύες

나무들이

속격 δρυός

나무의

δρυοῖν

나무들의

δρυῶν

나무들의

여격 δρυΐ

나무에게

δρυοῖν

나무들에게

δρυσί(ν)

나무들에게

대격 δρῦν

나무를

δρύε

나무들을

δρύας

나무들을

호격 δρῦ

나무야

δρύε

나무들아

δρύες

나무들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ διώδευσεν Ἅβραμ τὴν γῆν εἰς τὸ μῆκος αὐτῆς ἕως τοῦ τόπου Συχέμ, ἐπὶ τὴν δρῦν τὴν ὑψηλήν. οἱ δὲ Χαναναῖοι τότε κατῴκουν τὴν γῆν. (Septuagint, Liber Genesis 12:6)

    (70인역 성경, 창세기 12:6)

  • καὶ ἀποσκηνώσας Ἅβραμ, ἐλθὼν κατῴκησε παρὰ τὴν δρῦν τὴν Μαμβρῆ, ἣ ἦν ἐν Χεβρώμ, καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ. (Septuagint, Liber Genesis 13:18)

    (70인역 성경, 창세기 13:18)

  • καὶ ἐπορεύθη κατόπισθεν τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καὶ εὗρεν αὐτὸν καθήμενον ὑπὸ δρῦν καὶ εἶπεν αὐτῷ. εἰ σὺ εἶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὁ ἐληλυθὼς ἐξ Ἰούδα; καὶ εἶπεν αὐτῷ. ἐγώ. (Septuagint, Liber I Regum 13:14)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 13:14)

  • καὶ ἠγέρθησαν ἐκ Γαλαὰδ πᾶς ἀνὴρ δυνατὸς καὶ ἔλαβον τὸ σῶμα Σαοὺλ καὶ τὸ σῶμα τῶν υἱῶν αὐτοῦ καὶ ἤνεγκαν αὐτὰ εἰς Ἰαβὶς καὶ ἔθαψαν τὰ ὀστᾶ αὐτῶν ὑπὸ τὴν δρῦν ἐν Ἰαβὶς καὶ ἐνήστευσαν ἑπτὰ ἡμέρας. (Septuagint, Liber I Paralipomenon 10:12)

    (70인역 성경, 역대기 상권 10:12)

  • τί δήποτε τοὺς ἱεροσύλους καὶ λῃστὰς ἀφέντες καὶ τοσούτους ὑβριστὰς καὶ βιαίους καὶ ἐπιόρκους δρῦν τινα πολλάκις κεραυνοῦτε ἢ λίθον ἢ νεὼς ἱστὸν οὐδὲν ἀδικούσης, ἐνίοτε δὲ χρηστόν τινα καὶ ὅσιον ὁδοιπόρον· (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 16:1)

    (루키아노스, Juppiter confuatus, (no name) 16:1)

유의어

  1. 나무

  2. 참나무

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION