헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δρῦς

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δρῦς δρυός

형태분석: δρῡ (어간) + ς (어미)

  1. 나무, 목재, 들보
  2. 참나무
  1. tree, timber
  2. oak

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δρῦς

나무가

δρύε

나무들이

δρύες

나무들이

속격 δρυός

나무의

δρυοῖν

나무들의

δρυῶν

나무들의

여격 δρυί̈

나무에게

δρυοῖν

나무들에게

δρυσίν*

나무들에게

대격 δρῦν

나무를

δρύε

나무들을

δρύας

나무들을

호격 δρῦ

나무야

δρύε

나무들아

δρύες

나무들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Παραγενόμενοσ δὲ τῶν ἀνασωθέντων τισ ἀπήγγειλεν Ἅβραμ τῷ περάτῃ. αὐτὸσ δὲ κατῴκει παρὰ τῇ δρυί̈ τῇ Μαμβρῇ Ἀμορραίου τοῦ ἀδελφοῦ Ἐσχὼλ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ Αὐνάν, οἳ ἦσαν συνωμόται τοῦ Ἅβραμ. (Septuagint, Liber Genesis 14:13)

    (70인역 성경, 창세기 14:13)

  • ΩΦΘΗ δὲ αὐτῷ ὁ Θεὸσ πρὸσ τῇ δρυί̈ τῇ Μαμβρῇ, καθημένου αὐτοῦ ἐπὶ τῆσ θύρασ τῆσ σκηνῆσ αὐτοῦ μεσημβρίασ. (Septuagint, Liber Genesis 18:1)

    (70인역 성경, 창세기 18:1)

  • καὶ συνήντησεν Ἀβεσσαλὼμ ἐνώπιον τῶν παίδων Δαυίδ, καὶ Ἀβεσσαλὼμ ἦν ἐπιβεβηκὼσ ἐπὶ τοῦ ἡμιόνου αὐτοῦ, καὶ εἰσῆλθεν ὁ ἡμίονοσ ὑπὸ τὸ δάσοσ τῆσ δρυὸσ τῆσ μεγάλησ, καὶ περιεπλάκη ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἐν τῇ δρυί̈, καὶ ἐκρεμάσθη ἀνὰ μέσον τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆσ γῆσ, καὶ ὁ ἡμίονοσ ὑποκάτω αὐτοῦ παρῆλθε. (Septuagint, Liber II Samuelis 18:9)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 18:9)

  • καὶ εἶδεν ἀνὴρ εἷσ καὶ ἀνήγγειλε τῷ Ἰωὰβ καὶ εἶπεν. ἰδοὺ ἑώρακα τὸν Ἀβεσσαλὼμ κρεμάμενον ἐν τῇ δρυί̈. (Septuagint, Liber II Samuelis 18:10)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 18:10)

  • καὶ ἐν ταῖσ χερσί σου εὑρέθησαν αἵματα ψυχῶν ἀθώων. οὐκ ἐν διορύγμασιν εὗρον αὐτούσ, ἀλλ’ ἐπὶ πάσῃ δρυί̈. (Septuagint, Liber Ieremiae 2:33)

    (70인역 성경, 예레미야서 2:33)

유의어

  1. 나무

  2. 참나무

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION