- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δρῦς?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: drȳs 고전 발음: [뤼:] 신약 발음: []

기본형: δρῦς δρυός

형태분석: δρυ (어간) + ς (어미)

  1. 나무, 목재, 들보
  2. 참나무
  1. tree, timber
  2. oak

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δρῦς

나무가

δρύε

나무들이

δρύες

나무들이

속격 δρυός

나무의

δρυοῖν

나무들의

δρυῶν

나무들의

여격 δρυΐ

나무에게

δρυοῖν

나무들에게

δρυσί(ν)

나무들에게

대격 δρῦν

나무를

δρύε

나무들을

δρύας

나무들을

호격 δρῦ

나무야

δρύε

나무들아

δρύες

나무들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Μελέαγρος Οἰνέως, Δρύας Ἄρεος, ἐκ Καλυδῶνος οὗτοι, Ἴδας καὶ Λυγκεὺς Ἀφαρέως ἐκ Μεσσήνης, Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης Διὸς καὶ Λήδας ἐκ Λακεδαίμονος, Θησεὺς Αἰγέως ἐξ Ἀθηνῶν, Ἄδμητος Φέρητος ἐκ Φερῶν, Ἀγκαῖος <καὶ> Κηφεὺς Λυκούργου ἐξ Ἀρκαδίας, Ιἄσων Αἴσονος ἐξ Ιὠλκοῦ, Ἰφικλῆς Ἀμφιτρύωνος ἐκ Θηβῶν, Πειρίθους Ἰξίονος ἐκ Λαρίσης, Πηλεὺς Αἰακοῦ ἐκ Φθίας, Τελαμὼν Αἰακοῦ ἐκ Σαλαμῖνος, Εὐρυτίων Ἄκτορος ἐκ Φθίας, Ἀταλάντη Σχοινέως ἐξ Ἀρκαδίας, Ἀμφιάραος Οἰκλέους ἐξ Ἄργους: (Apollodorus, Library and Epitome, book 1, chapter 8 2:9)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 1, chapter 8 2:9)

  • ἦσαν δὲ οἱ μὲν παῖδες Εὐρύλοχος Φάντης Περισθένης Ἕρμος Δρύας Ποταμὼν Κισσεὺς Λίξος Ἴμβρος Βρομίος Πολύκτωρ Χθονίος, αἱ δὲ κόραι Αὐτονόη Θεανὼ Ἠλέκτρα Κλεοπάτρα Εὐρυδίκη Γλαυκίππη Ἀνθήλεια Κλεοδώρη Εὐίππη Ἐρατὼ Στύγνη Βρύκη. (Apollodorus, Library and Epitome, book 2, chapter 1 5:12)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 2, chapter 1 5:12)

  • τὰν σαυτῶ πατέων ἔχε τὰς δρύας. (Theocritus, Idylls, 53)

    (테오크리토스, Idylls, 53)

  • Τήναν τὰν λαύραν τάς τε δρύας αἰπόλε κάμψας σύκινον εὑρήσεις ἀρτιγλυφὲς ξόανον, τρισκελὲς αὐτόφλοιον ἀνούατον, ἀλλὰ φάλητι παιδογόνῳ δυνατὸν Κύπριδος ἔργα τελεῖν. (Theocritus, Idylls1)

    (테오크리토스, Idylls1)

  • οὐ θρύον, οὐ μαλάχην ἄνεμός ποτε, τὰς δὲ μεγίστας ἢ δρύας ἢ πλατάνους οἶδε χαμαὶ κατάγειν. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 10, chapter 122 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 10, chapter 122 1:1)

유의어

  1. 나무

  2. 참나무

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION