Ancient Greek-English Dictionary Language

δροσερός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δροσερός δροσερή δροσερόν

Structure: δροσερ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: dro/sos

Sense

  1. dewy, watery

Examples

  • πηγὰσ δ’ ἀμπαύει δροσερὰσ λευκῶν ἐκβάλλειν ὑδάτων πένθει παιδὸσ ἀλάστωρ. (Euripides, Helen, choral, antistrophe 16)
  • Ἦμοσ δ’ ἠέλιοσ δροσερὰσ ἐπέλαμψε κολώνασ ἐκ περάτων ἀνιών, ἤγειρε δὲ μηλοβοτῆρασ, δὴ τότε λυσάμενοι νεάτησ ἐκ πείσματα δάφνησ, ληίδα τ’ εἰσβήσαντεσ ὅσην χρεὼ ἠε͂ν ἄγεσθαι, πνοιῇ δινήεντ’ ἀνὰ Βόσπορον ἰθύνοντο. (Apollodorus, Argonautica, book 2 3:15)
  • δῶρα δέ σοι γήτειον ἀειθαλὲσ ὀρθρινὰ δώσω, καὶ δροσερὰσ στόματι σχιζομένασ ψακάδασ. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 195 1:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION