Ancient Greek-English Dictionary Language

δροσερός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δροσερός δροσερή δροσερόν

Structure: δροσερ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: dro/sos

Sense

  1. dewy, watery

Examples

  • ἡμεῖσ δέ γ’ αὖ ζητήσομεν θρεττανελὸ τὸν Κύκλωπα βληχώμενοι, σὲ τουτονὶ πεινῶντα καταλαβόντεσ, πήραν ἔχοντα λάχανά τ’ ἄγρια δροσερά, κραιπαλῶντα ἡγούμενον τοῖσ προβατίοισ, εἰκῇ δὲ καταδαρθόντα που μέγαν λαβόντεσ ἡμμένον σφηκίσκον ἐκτυφλῶσαι. (Aristophanes, Plutus, Lyric-Scene, antistrophe 11)
  • ἡ γὰρ ἕλειοσ καὶ λειμωνία βοτάνη δαψιλὴσ οὖσα τῶν τε ὀργάδων ἡ δροσερὰ καὶ κατάρρυτοσ ἄπειροσ ὅση θέρει νέμεται καὶ παρέχει διὰ παντὸσ εὐθενούσασ τὰσ ἀγέλασ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 37 4:2)
  • ἤδη γὰρ λειμῶνασ ἐπὶ Κλυμένου πεπότησαι καὶ δροσερὰ χρυσέασ ἄνθεα Περσεφόνασ. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 1892)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION