Ancient Greek-English Dictionary Language

διχότομος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: διχότομος διχότομος διχότομον

Structure: διχοτομ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: te/mnw

Sense

  1. cut in half, equally divided

Examples

  • τὴν δὲ μηνιαίαν, ὅτι μέγισται μὲν αἱ παλίρροιαι γίνονται περὶ τὰσ συνόδουσ, εἶτα μειοῦνται μέχρι διχοτόμου· (Strabo, Geography, book 3, chapter 5 16:9)
  • πάλιν δ’ αὔξονται μέχρι πανσελήνου, καὶ μειοῦνται πάλιν ἑώσ διχοτόμου φθινάδοσ· (Strabo, Geography, book 3, chapter 5 16:10)

Synonyms

  1. cut in half

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION