- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διπλοίς?

명사; 로마알파벳 전사: diplois 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διπλοίς

어원: from διπλόος

  1. a double cloak

예문

  • τὸ δ ἄλλο φῦλον ἐξεστεμμένον ἀγοραῖσι θακεῖ πρός τε Παλλάδος διπλοῖς ναοῖς, ἐπ Ἰσμηνοῦ τε μαντείᾳ σποδῷ. (Sophocles, Oedipus Tyrannus, episode 2:3)

    (소포클레스, 오이디푸스 튀란노스, episode 2:3)

  • καί μ ὁ πρέσβυς ὡς ὁρᾷ, ὄχου παραστείχοντα τηρήσας, μέσον κάρα διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο. (Sophocles, Oedipus Tyrannus, episode 4:5)

    (소포클레스, 오이디푸스 튀란노스, episode 4:5)

  • ὄντων δ ὀνομάτων καὶ ῥημάτων ἐξ ὧν ὁ λόγος συνέστηκεν, τῶν δὲ ὀνομάτων τοσαῦτ ἐχόντων εἴδη ὅσα τεθεώρηται ἐν τοῖς περὶ ποιήσεως, τούτων γλώτταις μὲν καὶ διπλοῖς ὀνόμασι καὶ πεποιημένοις ὀλιγάκις καὶ ὀλιγαχοῦ χρηστέον ὅπου δέ, ὕστερον ἐροῦμεν, τό τε διὰ τί εἴρηται: (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 2 5:3)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 3, chapter 2 5:3)

  • τὰ δὲ ψυχρὰ ἐν τέτταρσι γίγνεται κατὰ τὴν λέξιν, ἔν τε τοῖς διπλοῖς ὀνόμασιν, οἱο῀ν Λυκόφρων "τὸν πολυπρόσωπον οὐρανὸν τῆς μεγαλοκορύφου γῆς" , καὶ "ἀκτὴν δὲ στενοπόρον" , καὶ ὡς Γοργίας ὠνόμαζεν "πτωχομουσοκόλοκας ἐπιορκήσαντας κατ εὐορκήσαντος" , καὶ ὡς Ἀλκιδάμας "μένους μὲν τὴν ψυχὴν πληρουμένην, πυρίχρων δὲ τὴν ὄψιν γιγνομένην" , καὶ "τελεσφόρον" ᾠήθη τὴν προθυμίαν αὐτῶν γενήσεσθαι, καὶ "τελεσφόρον" τὴν πειθὼ τῶν λόγων κατέστησεν, καὶ "κυανόχρων" τὸ τῆς θαλάττης ἔδαφος: (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 3 1:1)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 3, chapter 3 1:1)

  • οἱ δ ἄνθρωποι τοῖς διπλοῖς χρῶνται ὅταν ἀνώνυμον ᾖ καὶ ὁ λόγος εὐσύνθετος, οἱο῀ν τὸ χρονοτριβεῖν: (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 3 3:9)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 3, chapter 3 3:9)

유의어

  1. a double cloak

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION