헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαστείχω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαστείχω διέστιχον

형태분석: δια (접두사) + στείχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to go through or across
  2. to go one's way

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαστείχω

διαστείχεις

διαστείχει

쌍수 διαστείχετον

διαστείχετον

복수 διαστείχομεν

διαστείχετε

διαστείχουσιν*

접속법단수 διαστείχω

διαστείχῃς

διαστείχῃ

쌍수 διαστείχητον

διαστείχητον

복수 διαστείχωμεν

διαστείχητε

διαστείχωσιν*

기원법단수 διαστείχοιμι

διαστείχοις

διαστείχοι

쌍수 διαστείχοιτον

διαστειχοίτην

복수 διαστείχοιμεν

διαστείχοιτε

διαστείχοιεν

명령법단수 διαστείχε

διαστειχέτω

쌍수 διαστείχετον

διαστειχέτων

복수 διαστείχετε

διαστειχόντων, διαστειχέτωσαν

부정사 διαστείχειν

분사 남성여성중성
διαστειχων

διαστειχοντος

διαστειχουσα

διαστειχουσης

διαστειχον

διαστειχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαστείχομαι

διαστείχει, διαστείχῃ

διαστείχεται

쌍수 διαστείχεσθον

διαστείχεσθον

복수 διαστειχόμεθα

διαστείχεσθε

διαστείχονται

접속법단수 διαστείχωμαι

διαστείχῃ

διαστείχηται

쌍수 διαστείχησθον

διαστείχησθον

복수 διαστειχώμεθα

διαστείχησθε

διαστείχωνται

기원법단수 διαστειχοίμην

διαστείχοιο

διαστείχοιτο

쌍수 διαστείχοισθον

διαστειχοίσθην

복수 διαστειχοίμεθα

διαστείχοισθε

διαστείχοιντο

명령법단수 διαστείχου

διαστειχέσθω

쌍수 διαστείχεσθον

διαστειχέσθων

복수 διαστείχεσθε

διαστειχέσθων, διαστειχέσθωσαν

부정사 διαστείχεσθαι

분사 남성여성중성
διαστειχομενος

διαστειχομενου

διαστειχομενη

διαστειχομενης

διαστειχομενον

διαστειχομενου

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to go through or across

  2. to go one's way

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION