헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαπνέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαπνέω διαπνεύσομαι

형태분석: δια (접두사) + πνέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to blow through
  2. to breathe between times, get breath
  3. to disperse in vapour

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπνῶ

διαπνεῖς

διαπνεῖ

쌍수 διαπνεῖτον

διαπνεῖτον

복수 διαπνοῦμεν

διαπνεῖτε

διαπνοῦσιν*

접속법단수 διαπνῶ

διαπνῇς

διαπνῇ

쌍수 διαπνῆτον

διαπνῆτον

복수 διαπνῶμεν

διαπνῆτε

διαπνῶσιν*

기원법단수 διαπνοῖμι

διαπνοῖς

διαπνοῖ

쌍수 διαπνοῖτον

διαπνοίτην

복수 διαπνοῖμεν

διαπνοῖτε

διαπνοῖεν

명령법단수 διαπνεῖ

διαπνείτω

쌍수 διαπνεῖτον

διαπνείτων

복수 διαπνεῖτε

διαπνούντων, διαπνείτωσαν

부정사 διαπνεῖν

분사 남성여성중성
διαπνων

διαπνουντος

διαπνουσα

διαπνουσης

διαπνουν

διαπνουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπνοῦμαι

διαπνεῖ, διαπνῇ

διαπνεῖται

쌍수 διαπνεῖσθον

διαπνεῖσθον

복수 διαπνούμεθα

διαπνεῖσθε

διαπνοῦνται

접속법단수 διαπνῶμαι

διαπνῇ

διαπνῆται

쌍수 διαπνῆσθον

διαπνῆσθον

복수 διαπνώμεθα

διαπνῆσθε

διαπνῶνται

기원법단수 διαπνοίμην

διαπνοῖο

διαπνοῖτο

쌍수 διαπνοῖσθον

διαπνοίσθην

복수 διαπνοίμεθα

διαπνοῖσθε

διαπνοῖντο

명령법단수 διαπνοῦ

διαπνείσθω

쌍수 διαπνεῖσθον

διαπνείσθων

복수 διαπνεῖσθε

διαπνείσθων, διαπνείσθωσαν

부정사 διαπνεῖσθαι

분사 남성여성중성
διαπνουμενος

διαπνουμενου

διαπνουμενη

διαπνουμενης

διαπνουμενον

διαπνουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to blow through

  2. to disperse in vapour

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION