헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνεκπνέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνεκπνέω συνεκπνεύσομαι

형태분석: συν (접두사) + ἐκ (접두사) + πνέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to breathe one's last along with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεκπνῶ

συνεκπνεῖς

συνεκπνεῖ

쌍수 συνεκπνεῖτον

συνεκπνεῖτον

복수 συνεκπνοῦμεν

συνεκπνεῖτε

συνεκπνοῦσιν*

접속법단수 συνεκπνῶ

συνεκπνῇς

συνεκπνῇ

쌍수 συνεκπνῆτον

συνεκπνῆτον

복수 συνεκπνῶμεν

συνεκπνῆτε

συνεκπνῶσιν*

기원법단수 συνεκπνοῖμι

συνεκπνοῖς

συνεκπνοῖ

쌍수 συνεκπνοῖτον

συνεκπνοίτην

복수 συνεκπνοῖμεν

συνεκπνοῖτε

συνεκπνοῖεν

명령법단수 συνεκπνεῖ

συνεκπνείτω

쌍수 συνεκπνεῖτον

συνεκπνείτων

복수 συνεκπνεῖτε

συνεκπνούντων, συνεκπνείτωσαν

부정사 συνεκπνεῖν

분사 남성여성중성
συνεκπνων

συνεκπνουντος

συνεκπνουσα

συνεκπνουσης

συνεκπνουν

συνεκπνουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεκπνοῦμαι

συνεκπνεῖ, συνεκπνῇ

συνεκπνεῖται

쌍수 συνεκπνεῖσθον

συνεκπνεῖσθον

복수 συνεκπνούμεθα

συνεκπνεῖσθε

συνεκπνοῦνται

접속법단수 συνεκπνῶμαι

συνεκπνῇ

συνεκπνῆται

쌍수 συνεκπνῆσθον

συνεκπνῆσθον

복수 συνεκπνώμεθα

συνεκπνῆσθε

συνεκπνῶνται

기원법단수 συνεκπνοίμην

συνεκπνοῖο

συνεκπνοῖτο

쌍수 συνεκπνοῖσθον

συνεκπνοίσθην

복수 συνεκπνοίμεθα

συνεκπνοῖσθε

συνεκπνοῖντο

명령법단수 συνεκπνοῦ

συνεκπνείσθω

쌍수 συνεκπνεῖσθον

συνεκπνείσθων

복수 συνεκπνεῖσθε

συνεκπνείσθων, συνεκπνείσθωσαν

부정사 συνεκπνεῖσθαι

분사 남성여성중성
συνεκπνουμενος

συνεκπνουμενου

συνεκπνουμενη

συνεκπνουμενης

συνεκπνουμενον

συνεκπνουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to breathe one's last along with

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION