Ancient Greek-English Dictionary Language

διακόπτω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διακόπτω διακόψω

Structure: δια (Prefix) + κόπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to cut in two, cut through
  2. to break through, to break through the line

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διακόπτω διακόπτεις διακόπτει
Dual διακόπτετον διακόπτετον
Plural διακόπτομεν διακόπτετε διακόπτουσιν*
SubjunctiveSingular διακόπτω διακόπτῃς διακόπτῃ
Dual διακόπτητον διακόπτητον
Plural διακόπτωμεν διακόπτητε διακόπτωσιν*
OptativeSingular διακόπτοιμι διακόπτοις διακόπτοι
Dual διακόπτοιτον διακοπτοίτην
Plural διακόπτοιμεν διακόπτοιτε διακόπτοιεν
ImperativeSingular διακόπτε διακοπτέτω
Dual διακόπτετον διακοπτέτων
Plural διακόπτετε διακοπτόντων, διακοπτέτωσαν
Infinitive διακόπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διακοπτων διακοπτοντος διακοπτουσα διακοπτουσης διακοπτον διακοπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διακόπτομαι διακόπτει, διακόπτῃ διακόπτεται
Dual διακόπτεσθον διακόπτεσθον
Plural διακοπτόμεθα διακόπτεσθε διακόπτονται
SubjunctiveSingular διακόπτωμαι διακόπτῃ διακόπτηται
Dual διακόπτησθον διακόπτησθον
Plural διακοπτώμεθα διακόπτησθε διακόπτωνται
OptativeSingular διακοπτοίμην διακόπτοιο διακόπτοιτο
Dual διακόπτοισθον διακοπτοίσθην
Plural διακοπτοίμεθα διακόπτοισθε διακόπτοιντο
ImperativeSingular διακόπτου διακοπτέσθω
Dual διακόπτεσθον διακοπτέσθων
Plural διακόπτεσθε διακοπτέσθων, διακοπτέσθωσαν
Infinitive διακόπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διακοπτομενος διακοπτομενου διακοπτομενη διακοπτομενης διακοπτομενον διακοπτομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἔπειτα οὐκέτι προσαγόντων τὰ θηρία τῶν ἐφεστηκότων τοῖσ πύργοισ, ἀλλὰ ταῖσ λόγχαισ βαλλόντων ἄνωθεν καὶ τῶν ψιλῶν διακοπτόντων τὰ περικείμενα γέρρα ταῖσ ἁμάξαισ καὶ νευροτομούντων τοὺσ βόασ καταπηδῶντεσ ἀπὸ τῶν ὀχημάτων οἱ πρὸσ ταῖσ μηχαναῖσ κατέφευγον εἰσ τοὺσ ἔγγιστα πεζοὺσ καὶ πολλὴν παρεῖχον αὐτοῖσ ταραχήν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 20, chapter 2 5:2)
  • μόνωσ γὰρ οὕτωσ ἔφη λῆξαι τὴν τῶν Λακεδαιμονίων φιλονεικίαν τῶν ἐκ παντὸσ τρόπου διακοπτόντων τὴν πρὸσ Αἰτωλοὺσ συμμαχίαν τήν τε τῶν ἐν Αἰτωλίᾳ τὰ παραπλήσια τούτοισ πραττόντων. (Polybius, Histories, book 4, chapter 36 2:1)

Synonyms

  1. to cut in two

  2. to break through

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION