고전 발음: [] 신약 발음: []
기본형: διακόπτω διακόψω
형태분석: δια (접두사) + κόπτ (어간) + ω (인칭어미)
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διακόπτω (나는) 절단한다 |
διακόπτεις (너는) 절단한다 |
διακόπτει (그는) 절단한다 |
쌍수 | διακόπτετον (너희 둘은) 절단한다 |
διακόπτετον (그 둘은) 절단한다 |
||
복수 | διακόπτομεν (우리는) 절단한다 |
διακόπτετε (너희는) 절단한다 |
διακόπτουσιν* (그들은) 절단한다 |
|
접속법 | 단수 | διακόπτω (나는) 절단하자 |
διακόπτῃς (너는) 절단하자 |
διακόπτῃ (그는) 절단하자 |
쌍수 | διακόπτητον (너희 둘은) 절단하자 |
διακόπτητον (그 둘은) 절단하자 |
||
복수 | διακόπτωμεν (우리는) 절단하자 |
διακόπτητε (너희는) 절단하자 |
διακόπτωσιν* (그들은) 절단하자 |
|
기원법 | 단수 | διακόπτοιμι (나는) 절단하기를 (바라다) |
διακόπτοις (너는) 절단하기를 (바라다) |
διακόπτοι (그는) 절단하기를 (바라다) |
쌍수 | διακόπτοιτον (너희 둘은) 절단하기를 (바라다) |
διακοπτοίτην (그 둘은) 절단하기를 (바라다) |
||
복수 | διακόπτοιμεν (우리는) 절단하기를 (바라다) |
διακόπτοιτε (너희는) 절단하기를 (바라다) |
διακόπτοιεν (그들은) 절단하기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | διακόπτε (너는) 절단해라 |
διακοπτέτω (그는) 절단해라 |
|
쌍수 | διακόπτετον (너희 둘은) 절단해라 |
διακοπτέτων (그 둘은) 절단해라 |
||
복수 | διακόπτετε (너희는) 절단해라 |
διακοπτόντων, διακοπτέτωσαν (그들은) 절단해라 |
||
부정사 | διακόπτειν 절단하는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διακοπτων διακοπτοντος | διακοπτουσα διακοπτουσης | διακοπτον διακοπτοντος | ||
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διακόπτομαι (나는) 절단된다 |
διακόπτει, διακόπτῃ (너는) 절단된다 |
διακόπτεται (그는) 절단된다 |
쌍수 | διακόπτεσθον (너희 둘은) 절단된다 |
διακόπτεσθον (그 둘은) 절단된다 |
||
복수 | διακοπτόμεθα (우리는) 절단된다 |
διακόπτεσθε (너희는) 절단된다 |
διακόπτονται (그들은) 절단된다 |
|
접속법 | 단수 | διακόπτωμαι (나는) 절단되자 |
διακόπτῃ (너는) 절단되자 |
διακόπτηται (그는) 절단되자 |
쌍수 | διακόπτησθον (너희 둘은) 절단되자 |
διακόπτησθον (그 둘은) 절단되자 |
||
복수 | διακοπτώμεθα (우리는) 절단되자 |
διακόπτησθε (너희는) 절단되자 |
διακόπτωνται (그들은) 절단되자 |
|
기원법 | 단수 | διακοπτοίμην (나는) 절단되기를 (바라다) |
διακόπτοιο (너는) 절단되기를 (바라다) |
διακόπτοιτο (그는) 절단되기를 (바라다) |
쌍수 | διακόπτοισθον (너희 둘은) 절단되기를 (바라다) |
διακοπτοίσθην (그 둘은) 절단되기를 (바라다) |
||
복수 | διακοπτοίμεθα (우리는) 절단되기를 (바라다) |
διακόπτοισθε (너희는) 절단되기를 (바라다) |
διακόπτοιντο (그들은) 절단되기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | διακόπτου (너는) 절단되어라 |
διακοπτέσθω (그는) 절단되어라 |
|
쌍수 | διακόπτεσθον (너희 둘은) 절단되어라 |
διακοπτέσθων (그 둘은) 절단되어라 |
||
복수 | διακόπτεσθε (너희는) 절단되어라 |
διακοπτέσθων, διακοπτέσθωσαν (그들은) 절단되어라 |
||
부정사 | διακόπτεσθαι 절단되는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διακοπτομενος διακοπτομενου | διακοπτομενη διακοπτομενης | διακοπτομενον διακοπτομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διακόψω (나는) 절단하겠다 |
διακόψεις (너는) 절단하겠다 |
διακόψει (그는) 절단하겠다 |
쌍수 | διακόψετον (너희 둘은) 절단하겠다 |
διακόψετον (그 둘은) 절단하겠다 |
||
복수 | διακόψομεν (우리는) 절단하겠다 |
διακόψετε (너희는) 절단하겠다 |
διακόψουσιν* (그들은) 절단하겠다 |
|
기원법 | 단수 | διακόψοιμι (나는) 절단하겠기를 (바라다) |
διακόψοις (너는) 절단하겠기를 (바라다) |
διακόψοι (그는) 절단하겠기를 (바라다) |
쌍수 | διακόψοιτον (너희 둘은) 절단하겠기를 (바라다) |
διακοψοίτην (그 둘은) 절단하겠기를 (바라다) |
||
복수 | διακόψοιμεν (우리는) 절단하겠기를 (바라다) |
διακόψοιτε (너희는) 절단하겠기를 (바라다) |
διακόψοιεν (그들은) 절단하겠기를 (바라다) |
|
부정사 | διακόψειν 절단할 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διακοψων διακοψοντος | διακοψουσα διακοψουσης | διακοψον διακοψοντος | ||
중간태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διακόψομαι (나는) 절단되겠다 |
διακόψει, διακόψῃ (너는) 절단되겠다 |
διακόψεται (그는) 절단되겠다 |
쌍수 | διακόψεσθον (너희 둘은) 절단되겠다 |
διακόψεσθον (그 둘은) 절단되겠다 |
||
복수 | διακοψόμεθα (우리는) 절단되겠다 |
διακόψεσθε (너희는) 절단되겠다 |
διακόψονται (그들은) 절단되겠다 |
|
기원법 | 단수 | διακοψοίμην (나는) 절단되겠기를 (바라다) |
διακόψοιο (너는) 절단되겠기를 (바라다) |
διακόψοιτο (그는) 절단되겠기를 (바라다) |
쌍수 | διακόψοισθον (너희 둘은) 절단되겠기를 (바라다) |
διακοψοίσθην (그 둘은) 절단되겠기를 (바라다) |
||
복수 | διακοψοίμεθα (우리는) 절단되겠기를 (바라다) |
διακόψοισθε (너희는) 절단되겠기를 (바라다) |
διακόψοιντο (그들은) 절단되겠기를 (바라다) |
|
부정사 | διακόψεσθαι 절단될 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διακοψομενος διακοψομενου | διακοψομενη διακοψομενης | διακοψομενον διακοψομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διέκοπτον (나는) 절단하고 있었다 |
διέκοπτες (너는) 절단하고 있었다 |
διέκοπτεν* (그는) 절단하고 있었다 |
쌍수 | διεκόπτετον (너희 둘은) 절단하고 있었다 |
διεκοπτέτην (그 둘은) 절단하고 있었다 |
||
복수 | διεκόπτομεν (우리는) 절단하고 있었다 |
διεκόπτετε (너희는) 절단하고 있었다 |
διέκοπτον (그들은) 절단하고 있었다 |
|
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διεκοπτόμην (나는) 절단되고 있었다 |
διεκόπτου (너는) 절단되고 있었다 |
διεκόπτετο (그는) 절단되고 있었다 |
쌍수 | διεκόπτεσθον (너희 둘은) 절단되고 있었다 |
διεκοπτέσθην (그 둘은) 절단되고 있었다 |
||
복수 | διεκοπτόμεθα (우리는) 절단되고 있었다 |
διεκόπτεσθε (너희는) 절단되고 있었다 |
διεκόπτοντο (그들은) 절단되고 있었다 |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기고전 발음: [] 신약 발음: []
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기