헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διακλίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διακλίνω διακλινῶ

형태분석: δια (접두사) + κλίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 돌리다, 후퇴하다, 물러서다
  1. to turn away, retreat

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακλίνω

(나는) 돌린다

διακλίνεις

(너는) 돌린다

διακλίνει

(그는) 돌린다

쌍수 διακλίνετον

(너희 둘은) 돌린다

διακλίνετον

(그 둘은) 돌린다

복수 διακλίνομεν

(우리는) 돌린다

διακλίνετε

(너희는) 돌린다

διακλίνουσιν*

(그들은) 돌린다

접속법단수 διακλίνω

(나는) 돌리자

διακλίνῃς

(너는) 돌리자

διακλίνῃ

(그는) 돌리자

쌍수 διακλίνητον

(너희 둘은) 돌리자

διακλίνητον

(그 둘은) 돌리자

복수 διακλίνωμεν

(우리는) 돌리자

διακλίνητε

(너희는) 돌리자

διακλίνωσιν*

(그들은) 돌리자

기원법단수 διακλίνοιμι

(나는) 돌리기를 (바라다)

διακλίνοις

(너는) 돌리기를 (바라다)

διακλίνοι

(그는) 돌리기를 (바라다)

쌍수 διακλίνοιτον

(너희 둘은) 돌리기를 (바라다)

διακλινοίτην

(그 둘은) 돌리기를 (바라다)

복수 διακλίνοιμεν

(우리는) 돌리기를 (바라다)

διακλίνοιτε

(너희는) 돌리기를 (바라다)

διακλίνοιεν

(그들은) 돌리기를 (바라다)

명령법단수 διακλίνε

(너는) 돌려라

διακλινέτω

(그는) 돌려라

쌍수 διακλίνετον

(너희 둘은) 돌려라

διακλινέτων

(그 둘은) 돌려라

복수 διακλίνετε

(너희는) 돌려라

διακλινόντων, διακλινέτωσαν

(그들은) 돌려라

부정사 διακλίνειν

돌리는 것

분사 남성여성중성
διακλινων

διακλινοντος

διακλινουσα

διακλινουσης

διακλινον

διακλινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακλίνομαι

(나는) 돈다

διακλίνει, διακλίνῃ

(너는) 돈다

διακλίνεται

(그는) 돈다

쌍수 διακλίνεσθον

(너희 둘은) 돈다

διακλίνεσθον

(그 둘은) 돈다

복수 διακλινόμεθα

(우리는) 돈다

διακλίνεσθε

(너희는) 돈다

διακλίνονται

(그들은) 돈다

접속법단수 διακλίνωμαι

(나는) 돌자

διακλίνῃ

(너는) 돌자

διακλίνηται

(그는) 돌자

쌍수 διακλίνησθον

(너희 둘은) 돌자

διακλίνησθον

(그 둘은) 돌자

복수 διακλινώμεθα

(우리는) 돌자

διακλίνησθε

(너희는) 돌자

διακλίνωνται

(그들은) 돌자

기원법단수 διακλινοίμην

(나는) 돌기를 (바라다)

διακλίνοιο

(너는) 돌기를 (바라다)

διακλίνοιτο

(그는) 돌기를 (바라다)

쌍수 διακλίνοισθον

(너희 둘은) 돌기를 (바라다)

διακλινοίσθην

(그 둘은) 돌기를 (바라다)

복수 διακλινοίμεθα

(우리는) 돌기를 (바라다)

διακλίνοισθε

(너희는) 돌기를 (바라다)

διακλίνοιντο

(그들은) 돌기를 (바라다)

명령법단수 διακλίνου

(너는) 돌아라

διακλινέσθω

(그는) 돌아라

쌍수 διακλίνεσθον

(너희 둘은) 돌아라

διακλινέσθων

(그 둘은) 돌아라

복수 διακλίνεσθε

(너희는) 돌아라

διακλινέσθων, διακλινέσθωσαν

(그들은) 돌아라

부정사 διακλίνεσθαι

도는 것

분사 남성여성중성
διακλινομενος

διακλινομενου

διακλινομενη

διακλινομενης

διακλινομενον

διακλινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διέκλινον

(나는) 돌리고 있었다

διέκλινες

(너는) 돌리고 있었다

διέκλινεν*

(그는) 돌리고 있었다

쌍수 διεκλίνετον

(너희 둘은) 돌리고 있었다

διεκλινέτην

(그 둘은) 돌리고 있었다

복수 διεκλίνομεν

(우리는) 돌리고 있었다

διεκλίνετε

(너희는) 돌리고 있었다

διέκλινον

(그들은) 돌리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεκλινόμην

(나는) 돌고 있었다

διεκλίνου

(너는) 돌고 있었다

διεκλίνετο

(그는) 돌고 있었다

쌍수 διεκλίνεσθον

(너희 둘은) 돌고 있었다

διεκλινέσθην

(그 둘은) 돌고 있었다

복수 διεκλινόμεθα

(우리는) 돌고 있었다

διεκλίνεσθε

(너희는) 돌고 있었다

διεκλίνοντο

(그들은) 돌고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 돌리다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION