- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διάδημα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: diadēma 고전 발음: [디아데:마] 신약 발음: [디아데마]

기본형: διάδημα διαδήματος

형태분석: διαδηματ (어간)

어원: διαδέω

  1. 왕관, 왕권, 관
  1. headband
  2. diadem (especially that of the Persian kings), crown

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἀφαιροῦσαν τὸ διάδημα ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τοῦ βασιλέως καὶ ἐπιτιθοῦσαν ἑαυτῇ καὶ ἐρράπιζε τὸν βασιλέα τῇ ἀριστερᾷ. (Septuagint, Liber Esdrae I 4:30)

    (70인역 성경, 에즈라기 4:30)

  • εἰσαγαγεῖν τὴν βασίλισσαν πρὸς αὐτόν, βασιλεύειν αὐτὴν καὶ περιθεῖναι αὐτῇ τὸ διάδημα καὶ δεῖξαι τοῖς ἄρχουσι καὶ τοῖς ἔθνεσι τὸ κάλλος αὐτῆς, ὅτι καλὴ ἦν. (Septuagint, Liber Esther 1:28)

    (70인역 성경, 에스테르기 1:28)

  • καὶ ἠράσθη ὁ βασιλεὺς Ἐσθήρ, καὶ εὗρε χάριν παρὰ πάσας τὰς παρθένους, καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὸ διάδημα τὸ γυναικεῖον. (Septuagint, Liber Esther 2:17)

    (70인역 성경, 에스테르기 2:17)

  • ὁ δὲ Μαρδοχαῖος ἐξῆλθεν ἐστολισμένος τὴν βασιλικὴν στολὴν καὶ στέφανον ἔχων χρυσοῦν καὶ διάδημα βύσσινον πορφυροῦν. ἰδόντες δὲ οἱ ἐν Σούσοις ἐχάρησαν. (Septuagint, Liber Esther 8:36)

    (70인역 성경, 에스테르기 8:36)

  • καὶ ἐπέθεντο πάντες διαδήματα μετὰ τὸ ἀποθανεῖν αὐτὸν καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν ὀπίσω αὐτῶν ἔτη πολλὰ καὶ ἐπλήθυναν κακὰ ἐν τῇ γῇ. (Septuagint, Liber Maccabees I 1:9)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 1:9)

  • καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὸ διάδημα καὶ τὴν στολὴν αὐτοῦ καὶ τὸν δακτύλιον τοῦ ἀγαγεῖν Ἀντίοχον τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ ἐκθρέψαι αὐτὸν τοῦ βασιλεύειν. (Septuagint, Liber Maccabees I 6:15)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 6:15)

유의어

  1. headband

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION