헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δαπάνημα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δαπάνημα

형태분석: δαπανηματ (어간)

어원: dapana/w

  1. 경비, 필수품, 필요물
  1. money spent, costs, expenses

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δαπάνημα

경비가

δαπανήματε

경비들이

δαπανήματα

경비들이

속격 δαπανήματος

경비의

δαπανημάτοιν

경비들의

δαπανημάτων

경비들의

여격 δαπανήματι

경비에게

δαπανημάτοιν

경비들에게

δαπανήμασιν*

경비들에게

대격 δαπάνημα

경비를

δαπανήματε

경비들을

δαπανήματα

경비들을

호격 δαπάνημα

경비야

δαπανήματε

경비들아

δαπανήματα

경비들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐπεὶ τῶν δαπανημάτων ἕκαστον μέγα ἐν τῷ γένει, καὶ μεγαλοπρεπέστατον <ἁπλῶσ> μὲν τὸ ἐν μεγάλῳ μέγα, ἐνταῦθα δὲ τὸ ἐν τούτοισ μέγα, καὶ διαφέρει τὸ ἐν τῷ ἔργῳ μέγα τοῦ ἐν τῷ δαπανήματι· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 4 57:3)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 4 57:3)

유의어

  1. 경비

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION