- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ξένος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: xenos 고전 발음: [세노] 신약 발음: [새노]

기본형: ξένος ξένου

형태분석: ξεν (어간) + ος (어미)

  1. 이방인, 외국인
  2. 용병, 고용인
  3. 외국인, 외인
  1. of parties giving or receiving hospitality: host and much more commonly guest
  2. stranger
  3. one who is hired: hired worker, mercenary
  4. foreigner

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔπιδε ἐπὶ Ἁβραὰμ σπέρμα, ἐπὶ ἡγιασμένου τέκνα Ἰακώβ, μερίδος ἡγιασμένης σου λαὸν ἐν ξένῃ γῇ ξένον ἀδίκως ἀπολλύμενον, πάτερ. (Septuagint, Liber Maccabees III 6:3)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 6:3)

  • καὶ ὁ μὲν λαός σου παράδοξον ὁδοιπορίαν περάσῃ, ἐκεῖνοι δὲ ξένον εὕρωσι θάνατον. (Septuagint, Liber Sapientiae 19:5)

    (70인역 성경, 지혜서 19:5)

  • ὁ ἀποστέλλων ἐν θαλάσσῃ ὅμηρα καὶ ἐπιστολὰς βιβλίνας ἐπάνω τοῦ ὕδατος. πορεύσονται γὰρ ἄγγελοι κοῦφοι πρὸς ἔθνος μετέωρον καὶ ξένον λαὸν καὶ χαλεπόν, τίς αὐτοῦ ἐπέκεινα; ἔθνος ἀνέλπιστον καὶ καταπεπατημένον. νῦν οἱ ποταμοὶ τῆς γῆς (Septuagint, Liber Isaiae 18:2)

    (70인역 성경, 이사야서 18:2)

  • καὶ μικροῦ ὁ νεανίας ἐν τῇ πρὸς τὴν Χίμαιραν συμπλοκῇ διεφθάρη ἐπιτίμιον σωφροσύνης ὑποσχὼν καὶ τῆς πρὸς τὸν ξένον αἰδοῦς ὑπὸ μάχλου γυναικὸς ἐπιβεβουλευμένος. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 26:3)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 26:3)

  • οὐ φέρει ὁ Λυδός, ὦ Χάρων, τὴν παρρησίαν καὶ τὴν ἀλήθειαν τῶν λόγων, ἀλλὰ ξένον αὐτῷ δοκεῖ τὸ πρᾶγμα, πένης ἄνθρωπος οὐχ ὑποπτήσσων, τὸ δὲ παριστάμενον ἐλευθέρως λέγων. (Lucian, Contemplantes, (no name) 13:1)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 13:1)

유의어

  1. 이방인

  2. 외국인

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION