- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ξένος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: xenos 고전 발음: [세노] 신약 발음: [새노]

기본형: ξένος ξένου

형태분석: ξεν (어간) + ος (어미)

  1. 이방인, 외국인
  2. 용병, 고용인
  3. 외국인, 외인
  1. of parties giving or receiving hospitality: host and much more commonly guest
  2. stranger
  3. one who is hired: hired worker, mercenary
  4. foreigner

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἦλθε πάροδος τῷ ἀνδρὶ τῷ πλουσίῳ, καὶ ἐφείσατο λαβεῖν ἐκ τῶν ποιμνίων αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν βουκολίων αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι τῷ ξένῳ ὁδοιπόρῳ τῷ ἐλθόντι πρὸς αὐτὸν καὶ ἔλαβε τὴν ἀμνάδα τοῦ πένητος καὶ ἐποίησεν αὐτὴν τῷ ἀνδρὶ τῷ ἐλθόντι πρὸς αὐτόν. (Septuagint, Liber II Samuelis 12:4)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 12:4)

  • τοῦτο αὐτὸ καὶ ἄπιστον εἶναί μοι δοκεῖ, τὸ ἀπολιποῦσαν τὸν ἄνδρα ἐθελῆσαι βαρβάρῳ καὶ ξένῳ συνεκπλεῦσαι. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 15:3)

    (루키아노스, Dearum judicium, (no name) 15:3)

  • παρὰ τούτῳ δὴ τῷ ξένῳ τὴν τοῦ Ταῦ τούτου πλεονεξίαν ἐφώρασα: (Lucian, Judicium vocalium, (no name) 7:2)

    (루키아노스, Judicium vocalium, (no name) 7:2)

  • ἱκανὸν δὲ ἡγησάμενος εἶναι τῆς ἀληθείας βεβαιωτὴν τὸν Ἀθηναῖον Κηφισόδωρον, ὃς καὶ συνεβίωσεν Ἰσοκράτει καὶ γνησιώτατος ἀκουστὴς ἐγένετο καὶ τὴν ἀπολογίαν τὴν ὑπὲρ αὐτοῦ τὴν πάνυ θαυμαστὴν ἐν ταῖς πρὸς Ἀριστοτέλην ἀντιγραφαῖς ἐποιήσατο, πιστεύω γεγράφθαι λόγους τινὰς ὑπὸ τοῦ ἀνδρὸς εἰς δικαστήρια οὐ μέντοι πολλούς, καὶ χρῶμαι παραδείγματι ἐξ αὐτῶν ἑνί οὐ γὰρ ἐγχωρεῖ πλείοσι τῷ Τραπεζιτικῷ λεγομένῳ, ὃν ἔγραψε ξένῳ τινὶ τῶν μαθητῶν κατὰ Πασίωνος τοῦ τραπεζίτου. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 18 1:2)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 18 1:2)

  • οὗτος ὁ Τόξαρις οὐδ᾿ ἀπῆλθεν ἔτι ὀπίσω ἐς Σκύθας, ἀλλ᾿ Ἀθήνησιν ἀπέθανε, καὶ μετ᾿ οὐ πολὺ καὶ ἡρ´ως ἔδοξε καὶ ἐντέμνουσιν αὐτῷ Ξένῳ Ιἀτρῷ οἱ Ἀθηναῖοι: (Lucian, Scytha 1:2)

    (루키아노스, Scytha 1:2)

유의어

  1. 이방인

  2. 외국인

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION