ξένος?
2군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사: xenos
고전 발음: [끄세노스]
신약 발음: [끄새노스]
기본형:
ξένος
ξένου
형태분석:
ξεν
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 이방인, 외국인
- 용병, 고용인
- 외국인, 외인
- of parties giving or receiving hospitality: host and much more commonly guest
- stranger
- one who is hired: hired worker, mercenary
- foreigner
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ταῦτ ἐγὼ μὲν ἐπὶ πολὺ εἱστήκειν ὁρῶν καὶ θαυμάζων καὶ ἀπορῶν καὶ ἀγανακτῶν Κελτὸς δὲ τις παρεστὼς οὐκ ἀπαίδευτος τὰ ἡμέτερα, ὡς ἔδειξεν ἀκριβῶς Ἑλλάδα φωνὴν ἀφιείς, φιλόσοφος, οἶμαι, τὰ ἐπιχώρια, Ἐγὼ σοι, ἔφη, ὦ ξένε, λύσω τῆς γραφῆς τὸ αἴνιγμα: (Lucian, Hercules, 4:1)
(루키아노스, Hercules, 4:1)
- ὦ ξένε Ἀθηναῖε, εἶδες γάρ μου τὸν πλοῦτον καὶ τοὺς θησαυροὺς καὶ ὅσος ἄσημος ^ χρυσός ἐστιν ἡμῖν καὶ τὴν ἄλλην πολυτέλειαν, εἰπέ μοι, τίνα ἡγῇ τῶν ἁπάντων ἀνθρώπων εὐδαιμονέστατον εἶναι. (Lucian, Contemplantes, (no name) 10:1)
(루키아노스, Contemplantes, (no name) 10:1)
- ἐδάκρυσεν ὑφ᾿ ἡδονῆς ὁ Ἀνάχαρσις, ὅτι καὶ ὁμόφωνον εὑρήκει τινά, καὶ τοῦτον εἰδότα ὅστις ἦν ἐν Σκύθαις, καὶ ἤρετο, Σὺ δὲ πόθε οἶσθα ἡμᾶς, ὦ ξένε· (Lucian, Scytha 8:2)
(루키아노스, Scytha 8:2)
- ὦ ξένε, πολλοὶ μὲν καὶ ἄλλοι χρηστοὶ καὶ δεξιοὶ ἀνὰ τὴν πόλιν, καὶ οὐκ αν ἀλλαχόθι τοσούτους εὑρ´οις ἄνδρας ἀγαθούς, δύο δὲ μάλιστά ἐστον ἡμῖν ἄνδρε ἀρίστω, γένει μὲν καὶ ἀξιώματι πολὺ προὔχοντος ἁπάντων, παιδείᾳ δὲ καὶ λόγων δυνάμει τῇ Ἀττικῇ δεκάδι παραβάλλοις ἄν: (Lucian, Scytha 21:2)
(루키아노스, Scytha 21:2)
- πρῶτον μὲν ἤρξω τοῦ λόγου ψευδῶς, ξένε, ζητῶν τύραννον ἐνθάδ: (Euripides, Suppliants, episode 1:3)
(에우리피데스, Suppliants, episode 1:3)