- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ξένος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: xenos 고전 발음: [세노] 신약 발음: [새노]

기본형: ξένος ξένου

형태분석: ξεν (어간) + ος (어미)

  1. 이방인, 외국인
  2. 용병, 고용인
  3. 외국인, 외인
  1. of parties giving or receiving hospitality: host and much more commonly guest
  2. stranger
  3. one who is hired: hired worker, mercenary
  4. foreigner

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κἀν τῷδε πέτραν ἅτερος λιπὼν ξένοιν ἔστη κάρα τε διετίναξ ἄνω κάτω κἀπεστέναξεν ὠλένας τρέμων ἄκρας, μανίαις ἀλαίνων, καὶ βοᾷ κυναγὸς ὥς: (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 2:3)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode 2:3)

  • ἅτερος δὲ τοῖν ξένοιν ἀφρόν τ ἀπέψη σώματός τ ἐτημέλει πέπλων τε προυκάλυπτεν εὐπήνους ὑφάς, καραδοκῶν μὲν τἀπιόντα τραύματα, φίλον δὲ θεραπείαισιν ἄνδρ εὐεργετῶν. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 4:8)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode 4:8)

  • μίασμα δ ἔγνως τοῖν ξένοιν ποίῳ τρόπῳ· (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode33)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode33)

  • τί δῆτα δρῶμεν, φράζε, τοῖν ξένοιν πέρι· (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode43)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode43)

  • ἐπεὶ πρὸς ἀκτὰς ἤλθομεν θαλασσίας, οὗ ναῦς Ὀρέστου κρύφιος ἦν ὡρμισμένη, ἡμᾶς μέν, οὓς σὺ δεσμὰ συμπέμπεις ξένων ἔχοντας, ἐξένευς ἀποστῆναι πρόσω Ἀγαμέμνονος παῖς, ὡς ἀπόρρητον φλόγα θύουσα καὶ καθαρμὸν ὃν μετῴχετο, αὐτὴ δ ὄπισθε δέσμ ἔχουσα τοῖν ξένοιν ἔστειχε χερσί. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 2:1)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode 2:1)

유의어

  1. 이방인

  2. 외국인

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION