ξένος?
2군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사: xenos
고전 발음: [끄세노스]
신약 발음: [끄새노스]
기본형:
ξένος
ξένου
형태분석:
ξεν
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 이방인, 외국인
- 용병, 고용인
- 외국인, 외인
- of parties giving or receiving hospitality: host and much more commonly guest
- stranger
- one who is hired: hired worker, mercenary
- foreigner
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἀρνούμενοι γάρ σε εἰδέναι ἀσεβεῖς, ἐν ἰσχύϊ βραχίονός σου ἐμαστιγώθησαν, ξένοις ὑετοῖς καὶ χαλάζαις καὶ ὄμβροις διωκόμενοι ἀπαραιτήτοις καὶ πυρὶ καταναλισκόμενοι. (Septuagint, Liber Sapientiae 16:16)
(70인역 성경, 지혜서 16:16)
- κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις, οἱ οἶκοι ἡμῶν ξένοις. (Septuagint, Lamentationes 5:2)
(70인역 성경, 애가 5:2)
- καὶ μὴν κἀκείνων καταγελᾶν ἠξίου τῶν ἐν ταῖς ὁμιλίαις πάνυ ἀρχαίοις καὶ ξένοις ὀνόμασι χρωμένων ἑνὶ γοῦν ἐρωτηθέντι ὑπ αὐτοῦ λόγον τινὰ καὶ ὑπεραττικῶς ἀποκριθέντι, Ἐγὼ μέν σε, ἔφη, ὦ ἑταῖρε, νῦν ἠρώτησα, σὺ δέ μοι ὡς ἐπ Ἀγαμέμνονος ἀποκρίνῃ. (Lucian, (no name) 26:1)
(루키아노스, (no name) 26:1)
- περιῄει γὰρ ἑώθεν ὁ ἄθλιος ἐστεφανωμένος, κραιπαλῶν, διὰ τῆς ἀγορᾶς μέσης καταυλούμενος, οὐδέποτε νήφων, κωμάζων ἐπὶ πάντας, ὕβρις τῶν προγόνων καὶ τῆς πόλεως ὅλης καί γέλως τοῖς ξένοις. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 17:3)
(루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 17:3)
- τάξις δὲ καὶ μερισμοὶ τῶν πραγμάτων καὶ ἡ κατ ἐπιχείρημα ἐξεργασία καὶ τὸ διαλαμβάνεσθαι τὴν ὁμοείδειαν ἰδίαις μεταβολαῖς καὶ ξένοις ἐπεισοδίοις τά τε ἄλλα ὅσα περὶ τὴν πραγματικὴν οἰκονομίαν ἔστιν ἀγαθὰ πολλῷ μείζονά ἐστι παρ Ἰσοκράτει καὶ κρείττονα, μάλιστα δ ἡ προαίρεσις ἡ τῶν λόγων, περὶ οὓς ἐσπούδαζε, καὶ τῶν ὑποθέσεων τὸ κάλλος, ἐν αἷς ἐποιεῖτο τὰς διατριβάς. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 44)
(디오니시오스, De Isocrate, chapter 44)