- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βόθρος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: bothros 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βόθρος βόθρα βόθρον

형태분석: βοθρ (어간) + ος (어미)

어원: Prob. from the same Root as βαθύς: cp. also Lat. fodio.

  1. any hole or pit dug in the ground, a natural trough, a hole

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 βόθρος

(이)가

βόθρα

(이)가

βόθρον

(것)가

속격 βόθρου

(이)의

βόθρας

(이)의

βόθρου

(것)의

여격 βόθρῳ

(이)에게

βόθρᾳ

(이)에게

βόθρῳ

(것)에게

대격 βόθρον

(이)를

βόθραν

(이)를

βόθρον

(것)를

호격 βόθρε

(이)야

βόθρα

(이)야

βόθρον

(것)야

쌍수주/대/호 βόθρω

(이)들이

βόθρα

(이)들이

βόθρω

(것)들이

속/여 βόθροιν

(이)들의

βόθραιν

(이)들의

βόθροιν

(것)들의

복수주격 βόθροι

(이)들이

βόθραι

(이)들이

βόθρα

(것)들이

속격 βόθρων

(이)들의

βόθρῶν

(이)들의

βόθρων

(것)들의

여격 βόθροις

(이)들에게

βόθραις

(이)들에게

βόθροις

(것)들에게

대격 βόθρους

(이)들을

βόθρας

(이)들을

βόθρα

(것)들을

호격 βόθροι

(이)들아

βόθραι

(이)들아

βόθρα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐχ ὡς υἱοὶ Αἰθιόπων ὑμεῖς ἐστε ἐμοί, υἱοὶ Ἰσραήλ; λέγει Κύριος. οὐ τὸν Ἰσραὴλ ἀνήγαγον ἐκ γῆς Αἰγύπτου καὶ τοὺς ἀλλοφύλους ἐκ Καππαδοκίας καὶ τοὺς Σύρους ἐκ βόθρου; - (Septuagint, Prophetia Amos 9:7)

    (70인역 성경, 아모스서 9:7)

  • καὶ ἐροῦσί σοι οἱ γίγαντες. ἐν βάθει βόθρου γίνου, τίνος κρείττων εἶ; κατάβηθι καὶ κοιμήθητι μετὰ ἀπεριτμήτων ἐν μέσῳ τραυματιῶν μαχαίρας. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 32:21)

    (70인역 성경, 에제키엘서 32:21)

  • ἐκεῖ Ἀσσοὺρ καὶ πᾶσα ἡ συναγωγὴ αὐτοῦ, πάντες τραυματίαι ἐκεῖ ἐδόθησαν, καὶ ἡ ταφὴ αὐτῶν ἐν βάθει βόθρου, καὶ ἐγενήθη ἡ συναγωγὴ αὐτοῦ περικύκλῳ τοῦ μνήματος αὐτοῦ, πάντες οἱ τραυματίαι οἱ πεπτωκότες μαχαίρᾳ, (Septuagint, Prophetia Ezechielis 32:22)

    (70인역 성경, 에제키엘서 32:22)

  • πεπιστεύκασι δ οὖν τὰς ψυχὰς ἀναπεμπομένας κάτωθεν δειπνεῖν μὲν ὡς οἱό῀ν τε περιπετομένας τὴν κνῖσαν καὶ τὸν καπνόν, πίνειν δὲ ἀπὸ τοῦ βόθρου τὸ μελίκρατον. (Lucian, Contemplantes, (no name) 22:7)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 22:7)

  • ἀλλ ἀποχάζεο βόθρου, ἄπισχε δὲ φάσγανον ὀξύ, αἵματος ὄφρα πίω καί τοι νημερτέα εἴπω. (Homer, Odyssey, Book 11 11:3)

    (호메로스, 오디세이아, Book 11 11:3)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION