βοή
First declension Noun; Feminine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
βοή
Structure:
βο
(Stem)
+
η
(Ending)
Sense
- a loud cry, shout, a battle-cry, at the battle-cry, of war, the roar, sound, the cry, as far as sound went, only in appearance
- aid called for, succour
Declension
First declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Ὦ ἴτε βάκχαι, ὦ ἴτε βάκχαι, Τμώλου χρυσορόου χλιδᾷ μέλπετε τὸν Διόνυσον βαρυβρόμων ὑπὸ τυμπάνων, εὐιά τὸν εὐιόν ἀγαλλόμεναι θεὸν ἐν Φρυγίαισι βοαῖσ ἐνοπαῖσί τε, λωτὸσ ὅταν εὐκέλαδοσ ἱερὸσ ἱερὰ παίγματα βρέμῃ, σύνοχα φοιτάσιν εἰσ ὄροσ εἰσ ὄροσ· (Euripides, choral, epode5)
- καὶ γὰρ νεβρίδασ περικαθάπτονται καὶ θύρσουσ φοροῦσι, καὶ βοαῖσ χρῶνται καὶ κινήσεσιν ὥσπερ οἱ κάτοχοι τοῖσ περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμοῖσ. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 35 1:2)
- σύγχυσισ δ’ εὐθέωσ εἶχεν τὸν δῆμον, καὶ συνδραμόντεσ εἰσ τὸ ἱερὸν βοαῖσ διαπρυσίοισ τὸ Καίσαροσ ἀνεκάλουν ὄνομα καὶ τῆσ Φλώρου τυραννίδοσ ἐλευθεροῦν σφᾶσ ἱκέτευον. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 387:1)
- Ταῦτα μὲν οὖν ἑξκαιδεκάτῃ μηνὸσ Ἀρτεμισίου συνηνέχθη, τῇ δ’ ἐπιούσῃ τὸ μὲν πλῆθοσ ὑπερπαθῆσαν εἰσ τὴν ἄνω συνέρρευσεν ἀγορὰν καὶ βοαῖσ ἐξαισίοισ περὶ τῶν ἀπολωλότων ἀνωδύρετο· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 414:1)
Synonyms
-
a loud cry
- ἀυτή (a cry, shout, battle-shout)
-
aid called for
- ἐπάρκεσις (aid, succour)
- ἐπικουρία (aid, succour)
- ἐπιβοήθεια (a coming to aid, succour)
- παραβοήθεια (help, aid, succour)
- ὠφέλεια (help, aid, succour )
- τιμώρημα (help, aid, succour given)
- παράκλησις (a calling to one's aid, summons)