- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βοή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: boē 고전 발음: [보에:] 신약 발음: [보에]

기본형: βοή

형태분석: βο (어간) + η (어미)

  1. 전쟁, 소리, 전화, 음, 울음소리, 지저귐, 아우성, 조직적 활동, 울부짖음, 외침, 함성
  1. a loud cry, shout, a battle-cry, at the battle-cry, of war, the roar, sound, the cry, as far as sound went, only in appearance
  2. aid called for, succour

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βοή

전쟁이

βοά

전쟁들이

βοαί

전쟁들이

속격 βοῆς

전쟁의

βοαῖν

전쟁들의

βοῶν

전쟁들의

여격 βοῇ

전쟁에게

βοαῖν

전쟁들에게

βοαῖς

전쟁들에게

대격 βοήν

전쟁을

βοά

전쟁들을

βοάς

전쟁들을

호격 βοή

전쟁아

βοά

전쟁들아

βοαί

전쟁들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῦτό τε οὖν φυλακτέον τῷ λέγοντι, καὶ προσέτι μὴ καὶ τὴν φωνὴν αὐτὴν ἐπιταράττηται ^ ἐν οὕτως εὐφώνῳ καὶ ἠχήεντι οἴκῳ λέγων ἀντιφθέγγεται γὰρ καὶ ἀντιφωνεῖ καὶ ἀντιλέγει, μᾶλλον δὲ ἐπικαλύπτει τὴν βοήν, οἱό῀ν τι καὶ σάλπιγξ δρᾷ τὸν αὐλόν, εἰ συναυλοῖεν, ἢ τοὺς κελευστὰς ἡ θάλαττα, ὁπόταν πρὸς κύματος ἦχον ἐπᾴδειν τῇ εἰρεσίᾳ θέλωσιν ἐπικρατεῖ γὰρ ἡ μεγαλοφωνία καὶ κατασιωπᾷ τὸ ἧττον. (Lucian, De Domo, (no name) 16:3)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 16:3)

  • καὶ ἦσάν τινες οἱ μανίας ἀρχὴν ταῦτα εἶναι νομίζοντες καὶ ἀπειλὴν καὶ ἀκροβολισμὸν οὐκ ἐς μακρὰν ἐπιπεσουμένου τοῦ κακοῦ, μῖσος ἄλογον καὶ νόμον ἀπηνῆ καὶ βλασφημίας προχείρους καὶ δικαστήριον σκυθρωπὸν καὶ βοὴν καὶ ὀργὴν καὶ ὅλως χολῆς μεστὰ πάντα. (Lucian, Abdicatus, (no name) 3:6)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 3:6)

  • πλὴν ἀλλ ὅ γε λεὼς ὁ πολὺς τεθήπασιν αὐτούς, καὶ μάλιστα ὁπόσους μηδὲν τῶν ἀναγκαιοτέρων ἀσχολεῖ, καὶ παρεστᾶσι πρὸς τὸ θράσος καὶ τὴν βοὴν κεκηλημένοι. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 11:11)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 11:11)

  • πᾶς ^ δὲ ὁ τόνος τοῦ φθέγματος οἱο῀ς ἁπαλώτατος, οὔτε βαρὺς ὡς εἰς τὸ ἀνδρεῖον ἡρμόσθαι οὔτε πάνυ λεπτὸς ὡς θηλύτατός τε εἶναι καὶ κομιδῇ ἔκλυτος, ἀλλ οἱο῀ς γένοιτ ἂν παιδὶ μήπω ἡβάσκοντι, ἡδὺς καὶ προσηνὴς καὶ πράως παραδυόμενος εἰς τὴν ἀκοήν, ὡς καὶ παυσαμένης ἔναυλον εἶναι τὴν βοὴν καί τι λείψανον ἐνδιατρίβειν καὶ περιβομβεῖν τὰ ὦτα, καθάπερ ἠχώ τινα παρατείνουσαν τὴν ἀκρόασιν καὶ ἴχνη τῶν λόγων μελιχρὰ ἄττα καὶ πειθοῦς μεστὰ ἐπὶ τῆς ψυχῆς ἀπολιμπάνουσαν. (Lucian, Imagines, (no name) 13:3)

    (루키아노스, Imagines, (no name) 13:3)

  • εἰ γάρ τοι ἐξεγερθείη τῆς εὐνῆς λαγώς, οὐκ ἔστιν ὅστις ἂν ἀπόσχοιτο μὴ οὐκ ἐφεῖναι τὴν ἑαυτοῦ κύνα, ὃ μὲν ἐπιθυμίᾳ τοῦ θέουσαν ἰδεῖν τὴν αὑτοῦ ἕκαστος, ὃ δέ τις ἐκπλαγεὶς πρὸς τὴν βοὴν καὶ ἔκφρων γενόμενος: (Arrian, Cynegeticus, chapter 20 3:2)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 20 3:2)

유의어

  1. 전쟁

  2. aid called for

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION