- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αὐθάδεια?

명사; 자동번역 로마알파벳 전사: authadeia 고전 발음: [타데] 신약 발음: [타디아]

기본형: αὐθάδεια

어원: From αὐθάδης

  1. 고집, 완고, 거만, 불굴, 집요함, 완고함
  1. self-will, wilfulness, stubbornness, contumacy, presumption

예문

  • πέπαυται εὐφροσύνη τυμπάνων, πέπαυται αὐθαδεία καὶ πλοῦτος ἀσεβῶν, πέπαυται φωνὴ κιθάρας. (Septuagint, Liber Isaiae 24:8)

    (70인역 성경, 이사야서 24:8)

  • μὴ οὖν λανθανέτω σε ὅτι διὰ τοῦ ἀρέσκειν τοῖς ἀνθρώποις καὶ τὸ πράττειν ἐστίν, ἡ δ αὐθάδεια ἐρημίᾳ σύνοικος. (Plato, Epistles, Letter 4 11:3)

    (플라톤, Epistles, Letter 4 11:3)

  • ἀλλ ἐκεῖ μὲν ὕβρις ἦν καὶ τρυφὴ σὺν αὐθαδείᾳ τὸ μάλιστα δυσχεραινόμενον: (Plutarch, , chapter 19 4:1)

    (플루타르코스, , chapter 19 4:1)

  • τοῦ μέντοι περὶ τὰς ὁμιλίας ὄγκου καὶ τοῦ πρὸς τὸν δῆμον ἀτενοῦς ἐφιλονείκει μηδὲν ὑφελεῖν μηδὲ χαλάσαι, καίτοι τῶν πραγμάτων αὐτῷ χάριτος ἐνδεῶν ὄντων, καὶ Πλάτωνος ἐπιτιμῶντος, ὡς εἰρήκαμεν, καὶ γράφοντος ὅτι ἡ αὐθάδεια ἐρημίᾳ σύνοικός ἐστιν, ἀλλὰ φύσει τε φαίνεται πρὸς τὸ πιθανὸν δυσκεράστῳ κεχρημένος, ἀντισπᾶν τε τοὺς Συρακουσίους ἄγαν ἀνειμένους καὶ διατεθρυμμένους προθυμούμενος. (Plutarch, Dion, chapter 52 4:1)

    (플루타르코스, Dion, chapter 52 4:1)

  • οἱ δὲ μᾶλλον αὐθαδείᾳ τινὶ καὶ φιλονεικίᾳ πρὸς ἔνδειξιν ἰσχύος περιφρονῆσαι Λακεδαιμονίων. (Plutarch, , chapter 31 1:3)

    (플루타르코스, , chapter 31 1:3)

유의어

  1. 고집

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION