Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄτρομος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄτρομος ἄτρομη ἄτρομον

Structure: ἀτρομ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: tre/mw

Sense

  1. intrepid, dauntless

Examples

  • , Καπύλοσ Ἵππωτοσ, Εὐβοίασ Ὄλυμποσ, Νίκησ Νικόδρομοσ, Ἀργέλησ Κλεόλαοσ, Ἐξόλησ Ἐρύθρασ, Ξανθίδοσ Ὁμόλιπποσ, Στρατονίκησ Ἄτρομοσ, Κελευστάνωρ Ἴφιδοσ, Λαοθόησ Ἄντιφοσ, Ἀντιόπησ Ἀλόπιοσ, Ἀστυβίησ Καλαμήτιδοσ, Φυληίδοσ Τίγασισ, Αἰσχρηίδοσ Λευκώνησ, Ἀνθείασ . (Apollodorus, Library and Epitome, book 2, chapter 7 8:7)
  • δῦ δέ μιν ἀλκὴ σμερδαλέη ἄφατόσ τε καὶ ἄτρομοσ· (Apollodorus, Argonautica, book 3 21:7)
  • γαληναίη δὲ θάλασσα μειδιάει, κρυερῶν ἄτρομοσ ἐξ ἀνέμων. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 10, chapter 62)
  • ναυτίλε, ποντομέδοντι καὶ ὁρμοδοτῆρι Πριήπῳ τευθίδοσ ἢ τρίγλησ ἀνθεμόεσσαν ἴτυν, ἢ σκάρον αὐδήεντα παραὶ βωμοῖσι πυρώσασ, ἄτρομοσ Ιὀνίου τέρμα θαλασσοπόρει. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 10, chapter 16 2:1)
  • ναὶ μὴν καὶ κυανωπὸν ὑπὲρ δύσιν ἄτρομοσ ἑρ́πων κύρβιασ Ἀλκείδαο μετέρχεο· (Unknown, Greek Anthology, book 4, chapter 3 16:1)

Synonyms

  1. intrepid

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION