Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄτρομος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄτρομος ἄτρομη ἄτρομον

Structure: ἀτρομ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: tre/mw

Sense

  1. intrepid, dauntless

Examples

  • τῇ μέντοι διαθέσει φρόνημα καὶ μένοσ πολυθαρσὲσ ἐνέστω ἄτρομον, οἱο͂̀ν τ’ ἄνδρασ ἐσέρχεται, οἳ περὶ πάτρησ ἀνδράσι δυσμενέεσσι καὶ πράγμασι δυσκόλοισ καὶ καιροῖσ ἀντερείδουσι καὶ διαμάχονται. (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 19 12:1)
  • τὸν μέγαν ἐν πολέμοισι, τὸν ἄτρομον ἡγεμονῆα, Νικήταν ἀρετῶν εἵνεκεν οἱ Πράσινοι. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 471)
  • τὴν μικρήν με λέγουσι, καὶ οὐκ ἴσα ποντοπορεύσαισ ναυσὶ διιθύνειν ἄτρομον εὐπλοϊήν οὐκ ἀπόφημι δ’ ἐγώ· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 1071)
  • ἧσ ἔπι Κράντασ εὐρὺσ ἀνακλινθεὶσ ἄτρομον ὕπνον ἔχει. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 692)
  • καὶ κούφοιο βαρὺν τυπάνου βρόμον, ἠδὲ φορηθὲν πολλάκι μιτροδέτου λῖκνον ὕπερθε κόμησ, Εὐάνθη Βάκχῳ, τὴν ἔντρομον ἁνίκα θύρσοισ ἄτρομον εἰσ προπόσεισ χεῖρα μετημφίασεν. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 165 1:1)

Synonyms

  1. intrepid

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION