헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀστραπή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀστραπή ἀστραπῆς

형태분석: ἀστραπ (어간) + η (어미)

어원: a)steroph/, steroph/

  1. 번개, 벼락
  1. lightning

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀστραπή

번개가

ἀστραπᾱ́

번개들이

ἀστραπαί

번개들이

속격 ἀστραπῆς

번개의

ἀστραπαῖν

번개들의

ἀστραπῶν

번개들의

여격 ἀστραπῇ

번개에게

ἀστραπαῖν

번개들에게

ἀστραπαῖς

번개들에게

대격 ἀστραπήν

번개를

ἀστραπᾱ́

번개들을

ἀστραπᾱ́ς

번개들을

호격 ἀστραπή

번개야

ἀστραπᾱ́

번개들아

ἀστραπαί

번개들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅτι παροξυνῶ ὡσ ἀστραπὴν τὴν μάχαιράν μου, καὶ ἀνθέξεται κρίματοσ ἡ χείρ μου, καὶ ἀποδώσω δίκην τοῖσ ἐχθροῖσ καὶ τοῖσ μισοῦσί με ἀνταποδώσω. (Septuagint, Liber Deuteronomii 32:41)

    (70인역 성경, 신명기 32:41)

  • καὶ ἀπέστειλε βέλη καὶ ἐσκόρπισεν αὐτούσ, καὶ ἤστραψεν ἀστραπὴν καὶ ἐξέστησεν αὐτούσ. (Septuagint, Liber II Samuelis 22:15)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 22:15)

  • ἄστραψον ἀστραπὴν καὶ σκορπιεῖσ αὐτούσ, ἐξαπόστειλον τὰ βέλη σου καὶ συνταράξεισ αὐτούσ. (Septuagint, Liber Psalmorum 143:6)

    (70인역 성경, 시편 143:6)

  • ἀλλ’, ὦ ἄριστε, σὺ μὲν ὥσπερ τινὰ ἀστραπὴν παραδραμοῦσαν ἅπαξ εἶδεσ αὐτήν, καὶ ἐοίκασ τὰ πρόχειρα ταῦτα, λέγω δὲ τὸ σῶμα καὶ τὴν μορφήν, ἐπαινεῖν τῶν δὲ τῆσ ψυχῆσ ἀγαθῶν ἀθέατοσ εἶ, οὐδὲ οἶσθα ὅσον τὸ κάλλοσ ἐκεῖνό ἐστιν αὐτῆσ, μακρῷ τινι ἄμεινον καὶ θεοειδέστερον τοῦ σώματοσ. (Lucian, Imagines, (no name) 11:1)

    (루키아노스, Imagines, (no name) 11:1)

  • κἀκείνων γὰρ ἕκαστοσ ἔκτοσθεν μὲν Ποσειδῶν τισ ἢ Ζεύσ ἐστι πάγκαλοσ ἐκ χρυσίου καὶ ἐλέφαντοσ συνειργασμένοσ, κεραυνὸν ἢ ἀστραπὴν ἢ τρίαιναν ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ, ἢν δὲ ὑποκύψασ ἴδῃσ τὰ γ’ ἔνδον, ὄψει μοχλούσ τινασ καὶ γόμφουσ καὶ ἥλουσ διαμπὰξ πεπερονημένουσ καὶ κορμοὺσ καὶ σφῆνασ καὶ πίτταν καὶ πηλὸν καὶ τοιαύτην τινὰ πολλὴν ἀμορφίαν ὑποικουροῦσαν· (Lucian, Gallus, (no name) 24:8)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 24:8)

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION