헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀστράγαλος

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀστράγαλος ἀστραγάλου

형태분석: ἀστραγαλ (어간) + ος (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 척추골, 목뼈
  2. 복사뼈
  3. 주사위
  4. 돌림띠
  5. 콩과 식물
  1. one of the vertebrae, especially of the neck
  2. the ball of the ankle joint
  3. (in the plural) dice, or a game played with them
  4. a moulding in the capital of an Ionic column
  5. a leguminous plant
  6. a measure used by physicians

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀστράγαλος

척추골이

ἀστραγάλω

척추골들이

ἀστράγαλοι

척추골들이

속격 ἀστραγάλου

척추골의

ἀστραγάλοιν

척추골들의

ἀστραγάλων

척추골들의

여격 ἀστραγάλῳ

척추골에게

ἀστραγάλοιν

척추골들에게

ἀστραγάλοις

척추골들에게

대격 ἀστράγαλον

척추골을

ἀστραγάλω

척추골들을

ἀστραγάλους

척추골들을

호격 ἀστράγαλε

척추골아

ἀστραγάλω

척추골들아

ἀστράγαλοι

척추골들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὗτοσ ἐν Ὀποῦντι διενεχθεὶσ ἐν παιδιᾷ περὶ ἀστραγάλων παῖδα Κλειτώνυμον τὸν Ἀμφιδάμαντοσ ἀπέκτεινε, καὶ φυγὼν μετὰ τοῦ πατρὸσ παρὰ Πηλεῖ κατῴκει, καὶ Ἀχιλλέωσ ἐρώμενοσ γίνεται. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 13 8:9)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 13 8:9)

  • εἰσ Ἀνακρέοντα πρέσβυν Ἀνακρείοντα χύδαν σεσαλαγμένον οἴνῳ θάεο δινωτοῦ στρεπτὸν ὕπερθε λίθου, ὡσ ὁ γέρων λίχνοισιν ἐπ’ ὄμμασιν ὑγρὰ δεδορκὼσ ἄχρι καὶ ἀστραγάλων ἕλκεται ἀμπεχόναν· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 3061)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 3061)

  • ὡσ εὖ τὸν φθίμενον νέον ἄκριτα καὶ τὸ κυβευθὲν πνεῦμα δι’ ἀφθέγκτων εἶπέ τισ ἀστραγάλων. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 427 2:2)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 427 2:2)

  • περί γε μὴν τῶν κάτωθεν, ἀστραγάλων ἢ κνημῶν καὶ κυνηπόδων καὶ ὁπλῶν, ταὐτὰ λέγομεν ἅπερ περὶ τῶν ἔμπροσθεν. (Xenophon, Minor Works, , chapter 1 18:2)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 1 18:2)

  • ἔπειθ’ οἱ μὲν εἰσακοντίζοντεσ τὰσ λόγχασ, οἱ δὲ τοὺσ ὁμόσε χωροῦντασ τοῖσ ἱππικοῖσ ξίφεσι μακροτέροισ οὖσι κατὰ βραχιόνων παίοντεσ καὶ παρὰ τὰσ ἀγκύλασ καταφέροντεσ, πολλῶν μὲν τὰσ χεῖρασ αὐτοῖσ σκεπάσμασί τε καὶ ἀμυντηρίοισ ἀπέκοπτον, πολλοὺσ δὲ γονάτων τε καὶ ἀστραγάλων πληγαῖσ βαθείαισ ἀπὸ κρατίστησ βάσεωσ ἐρρίπτουν ἡμιθανεῖσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 67 8:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 67 8:1)

유의어

  1. 주사위

  2. 돌림띠

  3. a measure used by physicians

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION