- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀστένακτος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: astenaktos 고전 발음: [떼낙또] 신약 발음: [때낙또]

기본형: ἀστένακτος

형태분석: ἀστενακτ (어간) + ος (어미)

어원: στενάζω

  1. without sigh or groan

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀστένακτος

(이)가

ἀστενάκτη

(이)가

ἀστένακτον

(것)가

속격 ἀστενάκτου

(이)의

ἀστενάκτης

(이)의

ἀστενάκτου

(것)의

여격 ἀστενάκτῳ

(이)에게

ἀστενάκτῃ

(이)에게

ἀστενάκτῳ

(것)에게

대격 ἀστένακτον

(이)를

ἀστενάκτην

(이)를

ἀστένακτον

(것)를

호격 ἀστένακτε

(이)야

ἀστενάκτη

(이)야

ἀστένακτον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀστενάκτω

(이)들이

ἀστενάκτα

(이)들이

ἀστενάκτω

(것)들이

속/여 ἀστενάκτοιν

(이)들의

ἀστενάκταιν

(이)들의

ἀστενάκτοιν

(것)들의

복수주격 ἀστένακτοι

(이)들이

ἀστένακται

(이)들이

ἀστένακτα

(것)들이

속격 ἀστενάκτων

(이)들의

ἀστενακτῶν

(이)들의

ἀστενάκτων

(것)들의

여격 ἀστενάκτοις

(이)들에게

ἀστενάκταις

(이)들에게

ἀστενάκτοις

(것)들에게

대격 ἀστενάκτους

(이)들을

ἀστενάκτας

(이)들을

ἀστένακτα

(것)들을

호격 ἀστένακτοι

(이)들아

ἀστένακται

(이)들아

ἀστένακτα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐδέ ποτ ἀστένακτος ἀδάκρυτος ἁ- μέρα μ ἐπισχήσει. (Euripides, Hecuba, episode 1:7)

    (에우리피데스, Hecuba, episode 1:7)

  • μορφὴν δ ἀλλάξαντα πατὴρ φίλον υἱὸν ἀείρας σφάζει ἐπευχόμενος μέγα νήπιος, ἀλλ εἰδότες καὶ γιγνώσκοντες αὐτοὶ τὰ αὑτῶν τέκνα καθιέρευον, οἱ δ ἄτεκνοι παρὰ τῶν πενήτων ὠνούμενοι παιδία κατέσφαζον καθάπερ ἄρνας ἢ νεοσσούς, παρειστήκει δ ἡ μήτηρ ἄτεγκτος καὶ ἀστένακτος. (Plutarch, De superstitione, section 13 4:1)

    (플루타르코스, De superstitione, section 13 4:1)

  • οἴκτιρόν τέ με πολλοῖσιν οἰκτρόν, ὅστις ὥστε παρθένος βέβρυχα κλαίων, καὶ τόδ οὐδ ἂν εἷς ποτε τόνδ ἄνδρα φαίη πρόσθ ἰδεῖν δεδρακότα, ἀλλ ἀστένακτος αἰὲν εἱπόμην κακοῖς. (Sophocles, Trachiniae, episode10)

    (소포클레스, 트라키니아이, episode10)

  • γόου δὲ μηδὲν εἰσίτω δάκρυ, ἀλλ ἀστένακτος κἀδάκρυτος, εἴπερ εἶ τοῦδ ἀνδρός, ἔρξον: (Sophocles, Trachiniae, episode 5:18)

    (소포클레스, 트라키니아이, episode 5:18)

  • ὅς γε τῶν ἄλλων ἁπάντων ὅσοι τῷ πάθει παρεγένοντο κλαιόντων μόνος οὔτ ἀνακλαυσάμενος ὤφθη τὸν μόρον τῶν τέκνων οὔτ ἀποιμώξας ἑαυτὸν τῆς καθεξούσης τὸν οἶκον ἐρημίας οὔτ ἄλλο μαλακὸν οὐθὲν ἐνδούς, ἀλλ ἄδακρύς τε καὶ ἀστένακτος καὶ ἀτενὴς διαμένων εὐκαρδίως ἤνεγκε τὴν συμφοράν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 5, chapter 8 9:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 5, chapter 8 9:2)

유의어

  1. without sigh or groan

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION