Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀσπιδιώτης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀσπιδιώτης ἀσπιδιώτες

Structure: ἀσπιδιωτη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: a)spi/s

Sense

  1. shield-bearing, a warrior

Examples

  • οὐ μὴν ἀλλὰ τούτῳ τῷ τρόπῳ τῶν μὲν σφενδονητῶν καὶ τοξοτῶν ἔτι δ’ ἀκοντιστῶν κατὰ τοὺσ ὑπερδεξίουσ τόπουσ πορευομένων σποράδην, ποτὲ δὲ συναθροιζομένων καὶ καταλαμβανομένων τοὺσ εὐκαίρουσ τόπουσ, τῶν δ’ ἀσπιδιωτῶν ἐφεδρευόντων, καὶ παρ’ αὐτὴν τὴν χαράδραν παραπορευομένων ἐν τάξει καὶ βάδην, οὐκ ἔμενον οἱ βάρβαροι, πάντεσ δὲ λιπόντεσ τοὺσ τόπουσ ἡθροίσθησαν ἐπὶ τὴν ὑπερβολήν. (Polybius, Histories, book 10, chapter 30 9:1)

Synonyms

  1. shield-bearing

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION