Ancient Greek-English Dictionary Language

σακεσφόρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: σακεσφόρος σακεσφόρον

Structure: σακεσφορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fe/rw

Sense

  1. shield-bearing

Examples

  • σακεσφόροι γὰρ πάντεσ Αἰτωλοί, τέκνον, λόγχαισ τ’ ἀκοντιστῆρεσ εὐστοχώτατοι. (Euripides, Phoenissae, episode, lyric23)
  • Ἐπικράτουσ γοῦν ποτε τοῦ σακεσφόρου μήτε ἀρνουμένου δῶρα δέξασθαι παρὰ βασιλέωσ, ψήφισμά τε γράφειν φάσκοντοσ ἀντὶ τῶν ἐννέα ἀρχόντων χειροτονεῖσθαι κατ’ ἐνιαυτὸν ἐννέα πρέσβεισ πρὸσ βασιλέα τῶν δημοτικῶν καὶ πενήτων, ὅπωσ λαμβάνοντεσ εὐπορῶσιν, ἐγέλασεν ὁ δῆμοσ· (Plutarch, Pelopidas, chapter 30 7:1)
  • καὶ νῦν ἐπέγνωσ εὖ μ’ ἐπ’ ἀνδρὶ δυσμενεῖ βάσιν κυκλοῦντ’, Αἰάντι τῷ σακεσφόρῳ· (Sophocles, Ajax, episode 1:7)

Synonyms

  1. shield-bearing

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION