ἀσκέω
ε-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
ἀσκέω
ἀσκήσω
ἤσκησα
ἤσκηκα
ἤσκημαι
ἠσκήθην
Structure:
ἀσκέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I work, form
- I adorn, decorate, trick out
- I honor, revere
- I practice, exercise, train (often, but not always, of athletics)
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἔστι γὰρ αὐτῷ βίοσ ἱκανὸσ καὶ χωρὶσ τούτου μεμαρτύρηται ὑμῖν τοῦτον ἐκ παίδων τρέφων καὶ ἀσκῶν καὶ εἰσ τοὺσ φράτερασ εἰσάγων· (Dionysius of Halicarnassus, chapter 17 1:3)
- καὶ κάρτα μέντἂν εὐθέωσ καθείλκετε τριακοσίασ ναῦσ, ἦν δ’ ἂν ἡ πόλισ πλέα θορύβου στρατιωτῶν, περὶ τριηράρχου βοῆσ, μισθοῦ διδομένου, παλλαδίων χρυσουμένων, στοᾶσ στεναχούσησ, σιτίων μετρουμένων, ἀσκῶν, τροπωτήρων, κάδουσ ὠνουμένων, σκορόδων, ἐλαῶν, κρομμύων ἐν δικτύοισ, στεφάνων, τριχίδων, αὐλητρίδων, ὑπωπίων· (Aristophanes, Acharnians, Lyric-Scene, iambics 2:3)
- ὕστερον δὲ πολλάκισ ποιήσασ φανερὸν αὑτὸν αὖθισ ὑπατεῦσαι βουλόμενον καί ποτε καί παραγγείλασ, ὡσ ἀπέτυχε καί παρώφθη, τὸ λοιπὸν ἡσυχίαν εἶχε, τῶν ἱερῶν ἐπιμελούμενοσ καί τοὺσ παῖδασ ἀσκῶν τὴν μὲν ἐπιχώριον παιδείαν καί πάτριον ὥσπερ αὐτὸσ ἤσκητο, τὴν δὲ Ἑλληνικὴν φιλοτιμότερον. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 6 4:1)
- καὶ γάρ ἐστιν ἡ Βαβυλωνία σφόδρα πυρώδησ, ὥστε τὰσ μὲν κριθὰσ χαμόθεν ἐκπηδᾶν καὶ ἀποπάλλεσθαι πολλάκισ, οἱο͂ν ὑπὸ φλεγμονῆσ τῶν τόπων σφυγμοὺσ ἐχόντων, τοὺσ δὲ ἀνθρώπουσ ἐν τοῖσ καύμασιν ἐπ’ ἀσκῶν πεπληρωμένων ὕδατοσ καθεύδειν. (Plutarch, Alexander, chapter 35 7:1)
- Ἀλέξανδροσ μὲν οὖν ἑαυτὸν ἀσκῶν ἅμα καὶ τοὺσ ἄλλουσ παροξύνων πρὸσ ἀρετὴν ἐκινδύνευεν· (Plutarch, Alexander, chapter 41 1:1)
Synonyms
-
I work
- ἔργω (to do work)
- ἐργάζομαι (I work at, make)
- ἐκπονέω (to work at, work well)
- κατεργάζομαι (to work up for use)
- χειρουργέω (I work with my hands)
- ἐκπονέω (to work hard)
- προμοχθέω (to work beforehand)
- τυκίζω (to work stones)
- ξυλουργέω (to work wood)
- μισοπονέω (to hate work)
- λεπτουργέω (to do fine work)
- τορέω (I work, I shape)
- πραγματεύομαι (to be laboured at, worked out)
- ἐργάζομαι (I work, labour)
- ἐκμοχθέω (to work out with toil)
- χαλκοτορέω (to work or form of brass)
- ἐκπονέω (to work out by searching, to search out)
- ἐριουργέω (to work in wool)
- κατεργάζομαι (to work at, practice)
- ἐργάζομαι (I work at, practice)
- προπονέω (to work for, work so as to obtain)
- προπονέω (to work for or instead of)
- μαλάσσω (to soften, for working)
- θαυμασιουργέω (to work wonders)
- θαυματοποιέω (to work wonders)
-
I honor
- τιμάω (to pay honor to, to hold in honor, treat honorably)
- τιμάω ( to hold in honor)
-
I practice