Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀρχαϊκός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀρχαϊκός ἀρχαϊκή ἀρχαϊκόν

Structure: ἀρχαϊκ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)rxai=os

Sense

  1. old-fashioned, antiquated, primitive

Examples

  • "τὴν γὰρ ὀλιγοχορδίαν καὶ τὴν ἁπλότητα καὶ σεμνότητα τῆσ μουσικῆσ παντελῶσ ἀρχαϊκὴν εἶναι συμβέβηκεν. (Pseudo-Plutarch, De musica, section 129)
  • χοροί τε νεανίσκων παμπληθεῖσ εἰσέρχονται καὶ τῶν ἐπιχωρίων τινὰ ποιημάτων ᾄδουσιν, ὀρχησταί τε ἐν τούτοισ ἀναμεμιγμένοι τὴν κίνησιν ἀρχαικὴν ὑπὸ τὸν αὐλὸν καὶ τὴν ᾠδὴν ποιοῦνται, τῶν δὲ παρθένων αἱ μὲν ἐπὶ κανάθρων φέρονται πολυτελῶσ κατεσκευασμένων , αἱ δ’ ἐφ’ ἁμίλλαισ ἁρμάτων ἐζευγμένων πομπεύουσιν, ἅπασα δ’ ἐν κινήσει καὶ χαρᾷ τῆσ θεωρίασ ἡ πόλισ καθέστηκεν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 17 2:2)

Synonyms

  1. old-fashioned

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION