- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄθυρμα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: athyrma 고전 발음: [아튀] 신약 발음: [아튀]

기본형: ἄθυρμα

형태분석: ἀθυρματ (어간)

어원: ἀθύρω

  1. 기쁨, 즐거움, 장난감, 환희, 행복
  1. a plaything, toy: a delight, joy

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἄθυρμα

기쁨이

ἀθύρματε

기쁨들이

ἀθύρματα

기쁨들이

속격 ἀθύρματος

기쁨의

ἀθυρμάτοιν

기쁨들의

ἀθυρμάτων

기쁨들의

여격 ἀθύρματι

기쁨에게

ἀθυρμάτοιν

기쁨들에게

ἀθύρμασι(ν)

기쁨들에게

대격 ἄθυρμα

기쁨을

ἀθύρματε

기쁨들을

ἀθύρματα

기쁨들을

호격 ἄθυρμα

기쁨아

ἀθύρματε

기쁨들아

ἀθύρματα

기쁨들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἱστορεῖ δὲ καὶ αὐτὸν τὸν Ἀντώνιον ἐν Ἀθήναις μετὰ ταῦτα διατρίψαντα περίοπτον ὑπὲρ τὸ θέατρον κατασκευάσαντα σχεδίαν χλωρᾷ πεπυκασμένην ὕλῃ, ὥσπερ ἐπὶ τῶν Βακχικῶν ἄντρων γίνεται, ταύτης τύμπανα καὶ νεβρίδας καὶ παντοδαπὰ ἄλλ ἀθύρματα Διονυσιακὰ ἐξαρτήσαντα μετὰ τῶν φίλων ἐξ ἑωθινοῦ κατακλινόμενον μεθύσκεσθαι, λειτουργούντων αὐτῷ τῶν ἐξ Ἰταλίας μεταπεμφθέντων ἀκροαμάτων συνηθροισμένων ἐπὶ τὴν θέαν τῶν Πανελλήνων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 29 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 29 2:1)

  • ἐξεπήδων γὰρ ἐκ τῶν οἰκιῶν γυναῖκές τε καὶ παρθένοι τὸ πάθος ἀποδυρόμεναι, αἱ μὲν ἄνθη καὶ στεφάνους βάλλουσαι κατὰ τῆς κλίνης, αἱ δὲ τελαμῶνας ἢ μίτρας, αἱ δὲ ἀθύρματα παρθενικά, καί που τινὲς καὶ πλοκάμων ἀποκειράμεναι βοστρύχους. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 39 9:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 39 9:1)

  • τῶν Χαρίτων τόδε λουτρὸν ἀθύρματα: (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 6091)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 6091)

  • "ἔνθα δὲ Φοίνικες ναυσίκλυτοι ἤλυθον ἄνδρες, τρῶκται, μυρί ἄγοντες ἀθύρματα νηῒ μελαίνῃ. (Homer, Odyssey, Book 15 52:1)

    (호메로스, 오디세이아, Book 15 52:1)

  • τὸν δ αἰσχρῶς ἐνένιπε Μελανθὼ καλλιπάρῃος, τὴν Δολίος μὲν ἔτικτε, κόμισσε δὲ Πηνελόπεια, παῖδα δὲ ὣς ἀτίταλλε, δίδου δ ἄρ ἀθύρματα θυμῷ: (Homer, Odyssey, Book 18 51:2)

    (호메로스, 오디세이아, Book 18 51:2)

유의어

  1. 기쁨

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION