Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀπόρρητος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀπόρρητος ἀπόρρητη ἀπόρρητον

Structure: ἀπορρητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)perw=

Sense

  1. forbidden, though it was forbidden, prohibited exports, contraband articles
  2. not to be spoken, that should not be spoken, secret, dicenda tacenda, a state-secret
  3. ineffable
  4. unfit to be spoken, abominable

Examples

  • πλουσίου σφαλέντοσ πολλοὶ ἀντιλήπτορεσ, ἐλάλησεν ἀπόρρητα καὶ ἐδικαίωσαν αὐτόν. ταπεινὸσ ἔσφαλε καὶ προσεπετίμησαν αὐτῷ, ἐφθέγξατο σύνεσιν καὶ οὐκ ἐδόθη αὐτῷ τόποσ. (Septuagint, Liber Sirach 13:22)
  • μὴ αὐτίκα ἔσεσθαι πάντα σου πρόδηλα τὰ τῆσ νυκτὸσ ἀπόρρητα; (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 23:5)
  • λογίζονται γὰρ ὡσ ἐξαγορεύσουσιν αὐτῶν τὰ πολλὰ ἐκεῖνα τῆσ φύσεωσ ἀπόρρητα ὡσ ἅπαντα εἰδότεσ ἀκριβῶσ καὶ γυμνοὺσ αὐτοὺσ ἐπωπτευκότεσ. (Lucian, De mercede, (no name) 41:2)
  • ἀλλ’ οὐ θέμισ ἐκφέρειν αὐτὰ πρὸσ ἅπαντασ οὐδὲ ἐξαγορεύειν τὰ ἀπόρρητα, μὴ καί τισ ἡμᾶσ γράψηται γραφὴν ἀσεβείασ ἐπὶ τοῦ Ῥαδαμάνθυοσ. (Lucian, Necyomantia, (no name) 2:8)
  • μέτει δὲ ἀπόρρητα καὶ ξένα ῥήματα, σπανιάκισ ὑπὸ τῶν πάλαι εἰρημένα, καὶ ταῦτα συμφορήσασ ἀποτόξευε προχειριζόμενοσ εἰσ τοὺσ προσομιλοῦντασ. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:24)

Synonyms

  1. not to be spoken

  2. ineffable

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION