Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀντονομάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀντονομάζω

Structure: ἀντ (Prefix) + ὀνομάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to name instead, call by a new name

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντονομάζω ἀντονομάζεις ἀντονομάζει
Dual ἀντονομάζετον ἀντονομάζετον
Plural ἀντονομάζομεν ἀντονομάζετε ἀντονομάζουσιν*
SubjunctiveSingular ἀντονομάζω ἀντονομάζῃς ἀντονομάζῃ
Dual ἀντονομάζητον ἀντονομάζητον
Plural ἀντονομάζωμεν ἀντονομάζητε ἀντονομάζωσιν*
OptativeSingular ἀντονομάζοιμι ἀντονομάζοις ἀντονομάζοι
Dual ἀντονομάζοιτον ἀντονομαζοίτην
Plural ἀντονομάζοιμεν ἀντονομάζοιτε ἀντονομάζοιεν
ImperativeSingular ἀντονόμαζε ἀντονομαζέτω
Dual ἀντονομάζετον ἀντονομαζέτων
Plural ἀντονομάζετε ἀντονομαζόντων, ἀντονομαζέτωσαν
Infinitive ἀντονομάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντονομαζων ἀντονομαζοντος ἀντονομαζουσα ἀντονομαζουσης ἀντονομαζον ἀντονομαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντονομάζομαι ἀντονομάζει, ἀντονομάζῃ ἀντονομάζεται
Dual ἀντονομάζεσθον ἀντονομάζεσθον
Plural ἀντονομαζόμεθα ἀντονομάζεσθε ἀντονομάζονται
SubjunctiveSingular ἀντονομάζωμαι ἀντονομάζῃ ἀντονομάζηται
Dual ἀντονομάζησθον ἀντονομάζησθον
Plural ἀντονομαζώμεθα ἀντονομάζησθε ἀντονομάζωνται
OptativeSingular ἀντονομαζοίμην ἀντονομάζοιο ἀντονομάζοιτο
Dual ἀντονομάζοισθον ἀντονομαζοίσθην
Plural ἀντονομαζοίμεθα ἀντονομάζοισθε ἀντονομάζοιντο
ImperativeSingular ἀντονομάζου ἀντονομαζέσθω
Dual ἀντονομάζεσθον ἀντονομαζέσθων
Plural ἀντονομάζεσθε ἀντονομαζέσθων, ἀντονομαζέσθωσαν
Infinitive ἀντονομάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντονομαζομενος ἀντονομαζομενου ἀντονομαζομενη ἀντονομαζομενης ἀντονομαζομενον ἀντονομαζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντονομάσω ἀντονομάσεις ἀντονομάσει
Dual ἀντονομάσετον ἀντονομάσετον
Plural ἀντονομάσομεν ἀντονομάσετε ἀντονομάσουσιν*
OptativeSingular ἀντονομάσοιμι ἀντονομάσοις ἀντονομάσοι
Dual ἀντονομάσοιτον ἀντονομασοίτην
Plural ἀντονομάσοιμεν ἀντονομάσοιτε ἀντονομάσοιεν
Infinitive ἀντονομάσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντονομασων ἀντονομασοντος ἀντονομασουσα ἀντονομασουσης ἀντονομασον ἀντονομασοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντονομάσομαι ἀντονομάσει, ἀντονομάσῃ ἀντονομάσεται
Dual ἀντονομάσεσθον ἀντονομάσεσθον
Plural ἀντονομασόμεθα ἀντονομάσεσθε ἀντονομάσονται
OptativeSingular ἀντονομασοίμην ἀντονομάσοιο ἀντονομάσοιτο
Dual ἀντονομάσοισθον ἀντονομασοίσθην
Plural ἀντονομασοίμεθα ἀντονομάσοισθε ἀντονομάσοιντο
Infinitive ἀντονομάσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντονομασομενος ἀντονομασομενου ἀντονομασομενη ἀντονομασομενης ἀντονομασομενον ἀντονομασομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to name instead

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION