ἀνταρκέω
ε 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἀνταρκέω
형태분석:
ἀντ
(접두사)
+
ἀρκέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 내밀다, 뻗다, 지속하다
- to hold out against
- to hold out, persist
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τὰ δ’ ἐν Λεβέδῳ συμβάντα, ἐπέμφθην μὲν ἀπὸ κατακλίσεωσ, ἣν ἐν Σωτήρων ἐγκατεκεκλίμην, αὐτοῦ καὶ τοῦτο ἐπιτάξαντοσ, οὕτωσ ἀπειρηκὼσ ὥστ’ οὐδ’ ἐπὶ τῆσ κλίνησ οἴκοι εἶχον ἀνταρκεῖν. (Aristides, Aelius, Orationes, 3:5)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 3:5)
- ὅσα μὲν δὴ καὶ ἄλλα τῆσ συμβουλῆσ ταύτησ ἀπελαύσαμεν εἰσ εὐθυμίαν καὶ τὸ ἀνταρκεῖν ἀπέραντον ἂν εἰή λέγειν, τὰ δ’ ᾄσματα ᾖδον οἱ παῖδεσ, καὶ ὁπότε ἢ πνίγεσθαι συμβαίνοι, τοῦ τραχήλου ταθέντοσ ἐξαίφνησ ἢ τοῦ στομάχου καταστάντοσ εἰσ ἀπορίασ, ἤ τισ ἄλλη γένοιτο ἄποροσ προσβολὴ, παρὼν ἂν Θεόδοτοσ ὁ ἰατρὸσ καὶ μεμνημένοσ τῶν ἐνυπνίων ἐκέλευε τοὺσ παῖδασ ᾄδειν τῶν μελῶν, καὶ μεταξὺ ᾀδόντων λάθρα τισ ἐγίγνετο ῥᾳστώνη, ἔστι δ’ ὅτε καὶ παντελῶσ ἀπῄει πᾶν τὸ λυποῦν. (Aristides, Aelius, Orationes, 10:2)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 10:2)
- εἰ δέ ἐστι μείζων ἡ πραγματεία, τί τοῖσ ἐνταῦθα οὐκ ἔχοντεσ ἱκανῶσ ἀνταρκεῖν ὑπερορίουσ ταραχὰσ ἡμῖν αὐτοῖσ ἐξευρίσκομεν; (Aristides, Aelius, Orationes, 14:1)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 14:1)
- οὔτε γὰρ αὐτοί σφισιν εἶχον ὅ τι χρήσονται, οὐδὲ γὰρ ἦν οὐδὲν τὸ συνάγον, ἀλλ’ οἱ μείζουσ τοὺσ ἐλάττουσ ἦγον, οὔτε τοῖσ ἄλλοισ ζώοισ εἶχον ἀνταρκεῖν· (Aristides, Aelius, Orationes, 99:2)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 99:2)
- πῶσ οὖν ἐπὶ τοσοῦτον τοῦτον ἀνταρκεῖν φήσομεν ἐκ τοιαύτησ αἰτίασ; (Aristides, Aelius, Orationes, 7:3)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 7:3)
유의어
-
to hold out against
- ἀντιλαμβάνω (지체하게 하다, 붙들다, 제한하다)
- ἀντέχω (to hold before one against)
- ἀνατείνω (지지하다, 지탱하다)
- σχέθω (가지다, 지내다)
- προτίθημι (내밀다, 뻗다)
- προτείνω (내밀다, 뻗다)
- ἕλκω (지지하다, 지탱하다)
- ἀντέχω (내밀다, 뻗다)
- ἀντιπρόσειμι (to go against)
- ἐπέξειμι (to go out against)
- ἐπιχωρέω (to go against)
- ἀντεπεξάγω (to go out against)
- ἀντεξέρχομαι (to go out against)
- ἐπισείω (가지다, 지내다, 잡다)
- ἀντέχω (견디다, 참다, 버티다)
-
내밀다
파생어
- ἀπαρκέω (충분하다, 만족하다, ~할 여력이 있다)
- ἀρκέω (막다, 차단하다, 피하다)
- διαρκέω (견디다, 참다, 내밀다)
- ἐξαρκέω (충분하다, 만족하다, ~할 여력이 있다)
- ἐπαρκέω (차단하다, 막다, 막다)
- καταρκέω (to be fully sufficient)
- προσαρκέω (돕다, 도와주다, 지원하다)