- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνακαλέω?

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: anakaleō 고전 발음: [아나깔레오:] 신약 발음: [아나깔래오]

기본형: ἀνακαλέω

형태분석: ἀνα (접두사) + καλέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 호소하다, 부르다, 기원하다
  2. 소환하다, 부르다, 불러내다, 초대하다, 인용하다, 고소하다
  3. 부르다, 소환하다
  4. 부르다
  5. 늘어뜨리다, 상기하다, 회상하다, 무효로 하다
  1. to call up the dead
  2. to call again and again
  3. to invoke, appeal to
  4. to summon, cite, to call to oneself, send for, summon
  5. to call
  6. to call on, to cheer on
  7. to call back, recall, from

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνακαλῶ

ἀνακαλεῖς

ἀνακαλεῖ

쌍수 ἀνακαλεῖτον

ἀνακαλεῖτον

복수 ἀνακαλοῦμεν

ἀνακαλεῖτε

ἀνακαλοῦσι(ν)

접속법단수 ἀνακαλῶ

ἀνακαλῇς

ἀνακαλῇ

쌍수 ἀνακαλῆτον

ἀνακαλῆτον

복수 ἀνακαλῶμεν

ἀνακαλῆτε

ἀνακαλῶσι(ν)

기원법단수 ἀνακαλοῖμι

ἀνακαλοῖς

ἀνακαλοῖ

쌍수 ἀνακαλοῖτον

ἀνακαλοίτην

복수 ἀνακαλοῖμεν

ἀνακαλοῖτε

ἀνακαλοῖεν

명령법단수 ἀνακάλει

ἀνακαλείτω

쌍수 ἀνακαλεῖτον

ἀνακαλείτων

복수 ἀνακαλεῖτε

ἀνακαλούντων, ἀνακαλείτωσαν

부정사 ἀνακαλεῖν

분사 남성여성중성
ἀνακαλων

ἀνακαλουντος

ἀνακαλουσα

ἀνακαλουσης

ἀνακαλουν

ἀνακαλουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνακαλοῦμαι

ἀνακαλεῖ, ἀνακαλῇ

ἀνακαλεῖται

쌍수 ἀνακαλεῖσθον

ἀνακαλεῖσθον

복수 ἀνακαλούμεθα

ἀνακαλεῖσθε

ἀνακαλοῦνται

접속법단수 ἀνακαλῶμαι

ἀνακαλῇ

ἀνακαλῆται

쌍수 ἀνακαλῆσθον

ἀνακαλῆσθον

복수 ἀνακαλώμεθα

ἀνακαλῆσθε

ἀνακαλῶνται

기원법단수 ἀνακαλοίμην

ἀνακαλοῖο

ἀνακαλοῖτο

쌍수 ἀνακαλοῖσθον

ἀνακαλοίσθην

복수 ἀνακαλοίμεθα

ἀνακαλοῖσθε

ἀνακαλοῖντο

명령법단수 ἀνακαλοῦ

ἀνακαλείσθω

쌍수 ἀνακαλεῖσθον

ἀνακαλείσθων

복수 ἀνακαλεῖσθε

ἀνακαλείσθων, ἀνακαλείσθωσαν

부정사 ἀνακαλεῖσθαι

분사 남성여성중성
ἀνακαλουμενος

ἀνακαλουμενου

ἀνακαλουμενη

ἀνακαλουμενης

ἀνακαλουμενον

ἀνακαλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ποίησον σεαυτῷ δύο σάλπιγγας ἀργυρᾶς, ἐλατὰς ποιήσεις αὐτάς, καὶ ἔσονταί σοι ἀνακαλεῖν τὴν συναγωγὴν καὶ ἐξαίρειν τὰς παρεμβολάς. (Septuagint, Liber Numeri 10:2)

    (70인역 성경, 민수기 10:2)

  • οὐκοῦν καὶ τῷ θεῷ σιδηρᾶς πλίνθους κελεύεις ἀνατιθέναι με, τὸν δὲ χρυσὸν ὀπίσω αὖθις ἀνακαλεῖν· (Lucian, Contemplantes, (no name) 12:23)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 12:23)

  • "εἰ πονηρὸς οὗτος ἦν καὶ τοῦ ἀποκηρυχθῆναι ἄξιος, τί παθὼν ἀνεκάλεις · (Lucian, Abdicatus, (no name) 10:2)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 10:2)

  • μὴ δή, πρὸς Διός, ὦ ἄνδρες δικασταί, συγχωρήσητε αὐτῷ ἑκούσιον τὴν ἀνάληψιν πεποιημένῳ καὶ λύσαντι τὴν γνῶσιν τοῦ πάλαι δικαστηρίου καὶ ἀκυρώσαντι τὴν ὀργὴν αὖθις τὴν ^ αὐτὴν τιμωρίαν ἀνακαλεῖν καὶ ἐπὶ τὴν ἐξουσίαν τὴν πατρικὴν ἀνατρέχειν, ἧς ἔξωρος ἤδη καὶ ἑώλος ἡ προθεσμία καὶ μόνῳ τούτῳ ἄκυρος καὶ προδεδαπανημένη. (Lucian, Abdicatus, (no name) 11:1)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 11:1)

  • χθὲς καὶ πρῴην ἐκ τηλικούτων κακῶν ἀνασφήλας διατείνῃ καὶ βοᾷς καὶ τὸ μέγιστον, ὀργίζῃ καὶ πρὸς μῖσος τρέπῃ καὶ τοὺς νόμους ἀνακαλεῖς. (Lucian, Abdicatus, (no name) 32:12)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 32:12)

유의어

  1. to call up the dead

  2. to call again and again

  3. 호소하다

  4. 소환하다

  5. 부르다

  6. 부르다

  7. 늘어뜨리다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION