- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνάγωγος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: anagōgos 고전 발음: [아나고:고] 신약 발음: [아나고고]

기본형: ἀνάγωγος

형태분석: ἀναγωγ (어간) + ος (어미)

어원: ἀγωγή

  1. ill-trained, ill-broken, unmanageable

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀνάγωγος

(이)가

ἀναγώγη

(이)가

ἀνάγωγον

(것)가

속격 ἀναγώγου

(이)의

ἀναγώγης

(이)의

ἀναγώγου

(것)의

여격 ἀναγώγῳ

(이)에게

ἀναγώγῃ

(이)에게

ἀναγώγῳ

(것)에게

대격 ἀνάγωγον

(이)를

ἀναγώγην

(이)를

ἀνάγωγον

(것)를

호격 ἀνάγωγε

(이)야

ἀναγώγη

(이)야

ἀνάγωγον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀναγώγω

(이)들이

ἀναγώγα

(이)들이

ἀναγώγω

(것)들이

속/여 ἀναγώγοιν

(이)들의

ἀναγώγαιν

(이)들의

ἀναγώγοιν

(것)들의

복수주격 ἀνάγωγοι

(이)들이

ἀνάγωγαι

(이)들이

ἀνάγωγα

(것)들이

속격 ἀναγώγων

(이)들의

ἀναγωγῶν

(이)들의

ἀναγώγων

(것)들의

여격 ἀναγώγοις

(이)들에게

ἀναγώγαις

(이)들에게

ἀναγώγοις

(것)들에게

대격 ἀναγώγους

(이)들을

ἀναγώγας

(이)들을

ἀνάγωγα

(것)들을

호격 ἀνάγωγοι

(이)들아

ἀνάγωγαι

(이)들아

ἀνάγωγα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἑτέρα δέ τις ἐπὶ τὴν ἐκείνης παρελθοῦσα τάξιν, ἀφόρητος ἀναιδείᾳ θεατρικῇ καὶ ἀνάγωγος καὶ οὔτε φιλοσοφίας οὔτε ἄλλου παιδεύματος οὐδενὸς μετειληφυῖα ἐλευθερίου, λαθοῦσα καὶ παρακρουσαμένη τὴν τῶν ὄχλων ἄγνοιαν, οὐ μόνον ἐν εὐπορίᾳ καὶ τρυφῇ καὶ μορφῇ πλείονι τῆς ἑτέρας διῆγεν, ἀλλὰ καὶ τὰς τιμὰς καὶ τὰς προστασίας τῶν πόλεων, ἃς ἔδει τὴν φιλόσοφον ἔχειν, εἰς ἑαυτὴν ἀνηρτήσατο καὶ ἦν φορτική τις πάνυ καὶ ὀχληρὰ καὶ τελευτῶσα παραπλησίαν ἐποίησε γενέσθαι τὴν Ἑλλάδα ταῖς τῶν ἀσώτων καὶ κακοδαιμόνων οἰκίαις. (Dionysius of Halicarnassus, De antiquis oratoribus, chapter 1 1:1)

    (디오니시오스, De antiquis oratoribus, chapter 1 1:1)

  • λεαίνει γὰρ κατὰ τὴν πάροδον καὶ παχύνων τὰ ὑγρὰ μᾶλλον κεφαλὴν ἧττον παρενοχλεῖ, ὄντως γὰρ ἡ τοῦ γλυκέος οἴνου φύσις ἐγχρονίζει περὶ τὰ ὑποχόνδρια καὶ πτυέλου ἐστὶν ἀναγωγός, ὡς Διοκλῆς καὶ Πραξαγόρας ἱστοροῦσι. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 59 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 59 1:1)

  • ἀλλ οὐκ ἐλεύθερος οὗτος, ὦ Μητρόδωρ, ἐστὶν ἀλλ ἀνελεύθερος καὶ ἀνάγωγος, καὶ οὐδὲ μάστιγος ἐλευθέρας δεόμενος, ἀλλὰ τῆς ἀστραγαλωτῆς ἐκείνης, ᾗ τοὺς Γάλλους πλημμελοῦντας ἐν τοῖς Μητρῴοις κολάζουσιν. (Plutarch, Adversus Colotem, section 33 1:1)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 33 1:1)

  • "σύ μοι δοκεῖς ἀνόητος εἶναι καὶ ἀνάγωγος: (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 15 7:3)

    (플루타르코스, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 15 7:3)

  • ἀνάγωγος ὢν δὲ καὶ βάναυσος παντελῶς ἐν σκυτοτομείῳ μετά τινων καθήμενος κατεσχόλαζε τῆς Γναθαινίου λέγων, ἑτέρῳ τρόπῳ μὲν συγγεγενῆσθαι μηδενί, ἑξῆς καθιππάσθαι δ ὑπ αὐτῆς πεντάκις. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 44 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 44 3:1)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION