헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀκόρεστος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀκόρεστος ἀκόρεστη ἀκόρεστον

형태분석: ἀκορεστ (어간) + ος (어미)

어원: kore/nnumi

  1. 만족할 줄 모르는, 탐욕스런
  2. 만족할 줄 모르는, 탐욕스런, 선동된
  1. insatiate, insatiate in, most insatiate, most shameless
  2. insatiate, unceasing
  3. not satiating
  4. not liable to surfeit

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀκόρεστος

만족할 줄 모르는 (이)가

ἀκόρέστη

만족할 줄 모르는 (이)가

ἀκόρεστον

만족할 줄 모르는 (것)가

속격 ἀκορέστου

만족할 줄 모르는 (이)의

ἀκόρέστης

만족할 줄 모르는 (이)의

ἀκορέστου

만족할 줄 모르는 (것)의

여격 ἀκορέστῳ

만족할 줄 모르는 (이)에게

ἀκόρέστῃ

만족할 줄 모르는 (이)에게

ἀκορέστῳ

만족할 줄 모르는 (것)에게

대격 ἀκόρεστον

만족할 줄 모르는 (이)를

ἀκόρέστην

만족할 줄 모르는 (이)를

ἀκόρεστον

만족할 줄 모르는 (것)를

호격 ἀκόρεστε

만족할 줄 모르는 (이)야

ἀκόρέστη

만족할 줄 모르는 (이)야

ἀκόρεστον

만족할 줄 모르는 (것)야

쌍수주/대/호 ἀκορέστω

만족할 줄 모르는 (이)들이

ἀκόρέστᾱ

만족할 줄 모르는 (이)들이

ἀκορέστω

만족할 줄 모르는 (것)들이

속/여 ἀκορέστοιν

만족할 줄 모르는 (이)들의

ἀκόρέσταιν

만족할 줄 모르는 (이)들의

ἀκορέστοιν

만족할 줄 모르는 (것)들의

복수주격 ἀκόρεστοι

만족할 줄 모르는 (이)들이

ἀκό́ρεσται

만족할 줄 모르는 (이)들이

ἀκόρεστα

만족할 줄 모르는 (것)들이

속격 ἀκορέστων

만족할 줄 모르는 (이)들의

ἀκόρεστῶν

만족할 줄 모르는 (이)들의

ἀκορέστων

만족할 줄 모르는 (것)들의

여격 ἀκορέστοις

만족할 줄 모르는 (이)들에게

ἀκόρέσταις

만족할 줄 모르는 (이)들에게

ἀκορέστοις

만족할 줄 모르는 (것)들에게

대격 ἀκορέστους

만족할 줄 모르는 (이)들을

ἀκόρέστᾱς

만족할 줄 모르는 (이)들을

ἀκόρεστα

만족할 줄 모르는 (것)들을

호격 ἀκόρεστοι

만족할 줄 모르는 (이)들아

ἀκό́ρεσται

만족할 줄 모르는 (이)들아

ἀκόρεστα

만족할 줄 모르는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ’ ὅμωσ τοῦτο τῆσ τύχησ ὡσ ἀλλότριον ἐκβάλλοντεσ ἐκεῖνο τὸ ἄδηλον ὀνειρώττουσιν, εἰκότα πάσχοντεσ, πρὶν γὰρ ἐκ λόγου καὶ παιδείασ ἕδραν ὑποβαλέσθαι καὶ κρηπῖδα τοῖσ ἔξωθεν ἀγαθοῖσ, συνάγοντεσ αὐτὰ καὶ συμφοροῦντεσ ἐμπλῆσαι τῆσ ψυχῆσ οὐ δύνανται τὸ ἀκόρεστον. (Plutarch, Caius Marius, chapter 46 4:1)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 46 4:1)

  • διατριβὰσ ἔχουσαι, τὸ δ’ ἐπιθυμοῦν ἀεὶ τῆσ ἀληθείασ ἀκόρεστον καταλείπουσαι καὶ ἄπληστον ἡδονῆσ· (Plutarch, Non posse suaviter vivi secundum Epicurum, section 9 6:1)

    (플루타르코스, Non posse suaviter vivi secundum Epicurum, section 9 6:1)

  • αἱ δ’ ἁβρόγοοι Περσίδεσ ἀνδρῶν ποθέουσαι ἰδεῖν ἀρτιζυγίαν, λέκτρων εὐνὰσ ἁβροχίτωνασ, χλιδανῆσ ἥβησ τέρψιν, ἀφεῖσαι, πενθοῦσι γόοισ ἀκορεστοτάτοισ. (Aeschylus, Persians, episode, anapests3)

    (아이스킬로스, 페르시아인들, episode, anapests3)

  • καὶ μὴν ἄλλουσ γε ποθοῦμεν, Μάρδων ἀνδρῶν μυριοταγὸν Ξάνθιν ἄρειόν τ’ Ἀγχάρην, Δίαιξίν τ’ ἠδ’ Ἀρσάκην ἱππιάνακτασ, Κηγδαδάταν καὶ Λυθίμναν Τόλμον τ’ αἰχμᾶσ ἀκόρεστον. (Aeschylus, Persians, choral, antistrophe 33)

    (아이스킬로스, 페르시아인들, choral, antistrophe 33)

  • ὦ παῖ, παῖ δυστανοτάτασ Ἠλέκτρα ματρόσ, τίν’ ἀεὶ τάκεισ ὧδ’ ἀκόρεστον οἰμωγὰν τὸν πάλαι ἐκ δολερᾶσ ἀθεώτατα ματρὸσ ἁλόντ’ ἀπάταισ Ἀγαμέμνονα κακᾷ τε χειρὶ πρόδοτον; (Sophocles, choral, strophe 11)

    (소포클레스, choral, strophe 11)

  • καὶ τοίνυν εὐεργετῶν ἥδεται πλείω τῶν εὐεργετουμένων, καὶ μόνησ ταύτησ ἐστὶ τῆσ ἡδονῆσ ἀκόρεστοσ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 27:2)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 27:2)

유의어

  1. 만족할 줄 모르는

  2. not satiating

  3. not liable to surfeit

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION