- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγνωσία?

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: agnōsiā 고전 발음: [노:시아:] 신약 발음: [노시아]

기본형: ἀγνωσία ἀγνωσίας

형태분석: ἀγνωσι (어간) + α (어미)

어원: ἀγνώς

  1. 무지
  2. 불명료
  1. ignorance
  2. obscurity

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀγνωσία

무지가

ἀγνωσία

무지들이

ἀγνωσίαι

무지들이

속격 ἀγνωσίας

무지의

ἀγνωσίαιν

무지들의

ἀγνωσιῶν

무지들의

여격 ἀγνωσίᾳ

무지에게

ἀγνωσίαιν

무지들에게

ἀγνωσίαις

무지들에게

대격 ἀγνωσίαν

무지를

ἀγνωσία

무지들을

ἀγνωσίας

무지들을

호격 ἀγνωσία

무지야

ἀγνωσία

무지들아

ἀγνωσίαι

무지들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῦ δὲ ἀποδεξαμένου καὶ καταπλαγέντος ἐπὶ τῇ παρανόμῳ ἐξόδῳ, κατὰ πᾶν ἀγνωσίᾳ κεκρατημένος ἐπυνθάνετο, τί τὸ πρᾶγμα, ἀφ᾿ οὗ τοῦτο αὐτῷ μετὰ σπουδῆς τετέλεσται. (Septuagint, Liber Maccabees III 5:27)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 5:27)

  • καὶ Ἰὼβ ματαίως ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ, ἐν ἀγνωσίᾳ ρήματα βαρύνει. (Septuagint, Liber Iob 35:15)

    (70인역 성경, 욥기 35:15)

  • ΜΑΤΑΙΟΙ μὲν γὰρ πάντες ἄνθρωποι φύσει, οἷς παρῆν Θεοῦ ἀγνωσία καὶ ἐκ τῶν ὁρωμένων ἀγαθῶν οὐκ ἴσχυσαν εἰδέναι τὸν ὄντα οὔτε τοῖς ἔργοις προσχόντες ἐπέγνωσαν τὸν τεχνίτην. (Septuagint, Liber Sapientiae 13:1)

    (70인역 성경, 지혜서 13:1)

  • φύρουσι δ αὐτοὶ θεοὶ πάλιν τε καὶ πρόσω ταραγμὸν ἐντιθέντες, ὡς ἀγνωσίᾳ σέβωμεν αὐτούς. (Euripides, Hecuba, episode4)

    (에우리피데스, Hecuba, episode4)

  • "δεδόχθω δὲ ταῦτα καὶ νενομοθετήσθω πρὸς τὸν ἐπίλοιπον βίον, ἀμιξία πρὸς ἅπαντας καὶ ἀγνωσία καὶ ὑπεροψία: (Lucian, Timon, (no name) 42:3)

    (루키아노스, Timon, (no name) 42:3)

유의어

  1. 무지

  2. 불명료

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION