- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄγλωσσος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: aglōssos 고전 발음: [로:소] 신약 발음: [로소]

기본형: ἄγλωσσος ἄγλωσση ἄγλωσσον

형태분석: ἀγλωσς (어간) + ος (어미)

어원: γλῶσσα

  1. 혀가 없는
  1. without tongue
  2. tongueless, ineloquent

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἄγλωσσος

(이)가

ἄγλώσση

(이)가

ἄγλωσσον

(것)가

속격 ἀγλώσσου

(이)의

ἄγλώσσης

(이)의

ἀγλώσσου

(것)의

여격 ἀγλώσσῳ

(이)에게

ἄγλώσσῃ

(이)에게

ἀγλώσσῳ

(것)에게

대격 ἄγλωσσον

(이)를

ἄγλώσσην

(이)를

ἄγλωσσον

(것)를

호격 ἄγλωσσε

(이)야

ἄγλώσση

(이)야

ἄγλωσσον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀγλώσσω

(이)들이

ἄγλώσσα

(이)들이

ἀγλώσσω

(것)들이

속/여 ἀγλώσσοιν

(이)들의

ἄγλώσσαιν

(이)들의

ἀγλώσσοιν

(것)들의

복수주격 ἄγλωσσοι

(이)들이

ἄγλωσσαι

(이)들이

ἄγλωσσα

(것)들이

속격 ἀγλώσσων

(이)들의

ἄγλωσσῶν

(이)들의

ἀγλώσσων

(것)들의

여격 ἀγλώσσοις

(이)들에게

ἄγλώσσαις

(이)들에게

ἀγλώσσοις

(것)들에게

대격 ἀγλώσσους

(이)들을

ἄγλώσσας

(이)들을

ἄγλωσσα

(것)들을

호격 ἄγλωσσοι

(이)들아

ἄγλωσσαι

(이)들아

ἄγλωσσα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἀθηναῖοι δὲ χαλκῆν ποιησάμενοι λέαιναν ἄγλωσσον ἐν πύλαις τῆς ἀκροπόλεως ἀνέθηκαν, τῷ μὲν θυμοειδεῖ τοῦ ζῴου τὸ ἀήττητον αὐτῆς τῷ δ ἀγλώσσῳ τὸ σιωπηρὸν καὶ μυστηριῶδες ἐμφαίνοντες. (Plutarch, De garrulitate, section 8 1:4)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 8 1:4)

  • Ἀθηναῖοι δὲ χαλκῆν ποιησάμενοι, λέαιναν ἄγλωσσον ἐν πύλαις τῆς ἀκροπόλεως ἀνέθηκαν, τῷ μὲν θυμοειδεῖ τοῦ ζῴου τὸ ἀήττητον αὐτῆς τῷ δ ἀγλώσσῳ τὸ σιωπηρὸν καὶ μυστηριῶδες ἐμφαίνοντες οὐδεὶς γὰρ οὕτω λόγος ὠφέλησε ῥηθεὶς ὡς πολλοὶ σιωπηθέντες: (Plutarch, De garrulitate, section 8 4:1)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 8 4:1)

  • βρέγμα πάλαι λαχναῖον, ἐρημαῖόν τε κέλυφος ὄμματος, ἀγλώσσου θ ἁρμονίη στόματος, ψυχῆς ἀσθενὲς ἑρ´κος. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 4391)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 4391)

  • τάνδε κατ εὔδενδρον στείβων δρίος εἴρυσα χειρὶ πτώσσουσαν βρομίης οἰνάδος ἐν πετάλοις, ὄφρα μοι εὐερκεῖ καναχὰν δόμῳ ἔνδοθι θείη, τερπνὰ δι ἀγλώσσου φθεγγομένα στόματος. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 1931)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 1931)

  • σῆμα δυωδεκάμοιρον ἀφεγγέος ἠελίοιο, τοσσάκις ἀγλώσσῳ φθεγγόμενον στόματι, εὖτ ἂν θλιβομένοιο ποτὶ στενὸν ὕδατος ἀὴρ αὐλὸν ἀποστείλῃ πνεῦμα διωλύγιον, θῆκεν Ἀθήναιος δήμῳ χάριν, ὡς ἂν ἐναργὴς εἰή κἠν φθονεραῖς ἠέλιος νεφέλαις. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 6411)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 6411)

  • ἔστι λαλῶν ἄγλωσσος, ὁμώνυμος ἄρρενι θῆλυς, οἰκείων ἀνέμων ταμίας, δασύς, ἄλλοτε λεῖος, ἀξύνετα ξυνετοῖσι λέγων, νόμον ἐκ νόμου ἕλκων ἓν δ ἐστὶν καὶ πολλὰ καὶ ἂν τρώσῃ τις ἄτρωτος. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 71 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 71 1:4)

  • οὐ μὴν οὐδ ὁ κροκόδειλος αἰτίας πιθανῆς ἀμοιροῦσαν ἔσχηκε τιμήν, ἀλλὰ μίμημα θεοῦ λέγεται γεγονέναι, μόνος μὲν ἄγλωσσος ὤν. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 751)

    (플루타르코스, De Iside et Osiride, section 751)

  • κοὐ ταῦτα λόγχη πεδιάς, οὔθ ὁ γηγενὴς στρατὸς Γιγάντων οὔτε θήρειος βία, οὔθ Ἑλλὰς οὔτ ἄγλωσσος οὔθ ὅσην ἐγὼ γαῖαν καθαίρων ἱκόμην, ἔδρασέ πω: (Sophocles, Trachiniae, episode5)

    (소포클레스, 트라키니아이, episode5)

  • εἰς ἄγαλμα Ἠχοῦς Ποιμενίαν ἄγλωσσος ἀν ὀργάδα μέλπεται Ἀχὼ ἀντίθρουν πτανοῖς ὑστερόφωνον ὄπα. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 1531)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 1531)

  • νῦν εἰς γᾶν ἄγλωσσος ἀναύδητός τε πεσοῦσα κεῖμαι, μιμητὰν ζᾶλον ἀνηναμένα. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 191 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 191 1:1)

유의어

  1. without tongue

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION