Δελφός?
2군 변화 명사; 남성
로마알파벳 전사: Delphos
고전 발음: [델포스]
신약 발음: [댈포스]
기본형:
Δελφός
Δελφοῦ
형태분석:
Δελφ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- an inhabitant of Delphi; a Delphian
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- Λάφριον γὰρ τὸν Κασταλίου τοῦ Δελφοῦ Καλυδωνίοις ἱδρύσασθαι τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀρτέμιδος τὸ ἀρχαῖον, οἱ δὲ τῆς Ἀρτέμιδος τὸ μήνιμα τὸ ἐς Οἰνέα ἀνὰ χρόνον τοῖς Καλυδωνίοις ἐλαφρότερον γενέσθαι λέγουσι καὶ αἰτίαν τῇ θεῷ τῆς ἐπικλήσεως ἐθέλουσιν εἶναι ταύτην. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 18 14:3)
(파우사니아스, Description of Greece, , chapter 18 14:3)
- οἱ μὲν δὴ γενεαλογεῖν τὰ πάντα ἐθέλοντες παῖδα εἶναι Δελφοῦ Πύθην καὶ ἀπὸ τούτου βασιλεύσαντος γενέσθαι τῇ πόλει τὸ ὄνομα ἥγηνται: (Pausanias, Description of Greece, , chapter 6 7:2)
(파우사니아스, Description of Greece, , chapter 6 7:2)
- δείκνυται δ ἐν τῷ τεμένει τάφος Νεοπτολέμου κατὰ χρησμὸν γενόμενος, Μαχαιρέως Δελφοῦ ἀνδρὸς ἀνελόντος αὐτόν, ὡς μὲν ὁ μῦθος, δίκας αἰτοῦντα τὸν θεὸν τοῦ πατρῴου φόνου, ὡς δὲ τὸ εἰκός, ἐπιθέμενον τῷ ἱερῷ. (Strabo, Geography, Book 9, chapter 3 14:2)
(스트라본, 지리학, Book 9, chapter 3 14:2)
유의어
-
an inhabitant of Delphi
- Δελφίς (a female inhabitant of Delphi; a female Delphian)
- Δελφοί (델포이인)