헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Δελφίς

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Δελφίς Δελφίδος

형태분석: Δελφιδ (어간) + ς (어미)

  1. a female inhabitant of Delphi; a female Delphian

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔτ’ αὐτὸν ὄψῃ κἀπὶ Δελφίσιν πέτραισ πηδῶντα σὺν πεύκαισι δικόρυφον πλάκα, πάλλοντα καὶ σείοντα βακχεῖον κλάδον, μέγαν τ’ ἀν’ Ἑλλάδα. (Euripides, episode 11:7)

    (에우리피데스, episode 11:7)

  • ὅσ με Δελφίσιν κόραισ . (Euripides, Ion, episode, trochees 1:15)

    (에우리피데스, Ion, episode, trochees 1:15)

  • ἀμφί μοι αὖτε Φοῖβ’ ἄναξ Δήλιε Κυνθίαν ἔχων ὑψικέρατα πέτραν, ἥ τ’ Ἐφέσου μάκαιρα πάγχρυσον ἔχεισ οἶκον ἐν ᾧ κόραι σε Λυδῶν μεγάλωσ σέβουσιν, ἥ τ’ ἐπιχώριοσ ἡμετέρα θεὸσ αἰγίδοσ ἡνίοχοσ πολιοῦχοσ Ἀθάνα, Παρνασσίαν θ’ ὃσ κατέχων πέτραν σὺν πεύκαισ σελαγεῖ Βάκχαισ Δελφίσιν ἐμπρέπων, κωμαστὴσ Διόνυσοσ. (Aristophanes, Clouds, Parabasis, antistrophe1)

    (아리스토파네스, Clouds, Parabasis, antistrophe1)

  • ἀλλ’ ἐπεὶ προειπὼν, ὡσ οὐδὲ μῦθον ὑμῖν ἐρῶ καὶ αὐτὸσ οὐκ οἶδ’ ὅπωσ πρὸσ τοῖσ δελφῖσιν ἔλαθον πορρωτέρω τοῦ πιθανοῦ συνεξοκείλασ εἰσ τὸν Ὀδυσσέα καὶ Κοίρανον, ἐπιτίθημι δίκην ἐμαυτῷ· (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 36 25:1)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 36 25:1)

  • ὑπὸ δὲ τὸ στέρνον καὶ τὴν γαστέρα οὐρά σφισιν ἀντὶ ποδῶν οἱά περ τοῖσ δελφῖσίν ἐστιν. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 21 3:2)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 21 3:2)

유의어

  1. a female inhabitant of Delphi

관련어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION