헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Βάκχειος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Βάκχειος Βακχείᾱ Βάκχειον

형태분석: Βακχει (어간) + ος (어미)

어원: Ba/kxos

  1. Bacchic, of or belonging to Bacchus and his rites
  2. (substantive), (in masculine) Bacchus
  3. (in feminine) a Bacchic revelry
  4. (in masculine) (elliptically for Βάχκειος πούς ‎(poús)) the bacchius, a metrical foot of three syllables (¯ ¯ ˘)

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 Βάκχειος

(이)가

Βακχείᾱ

(이)가

Βάκχειον

(것)가

속격 Βακχείου

(이)의

Βακχείᾱς

(이)의

Βακχείου

(것)의

여격 Βακχείῳ

(이)에게

Βακχείᾱͅ

(이)에게

Βακχείῳ

(것)에게

대격 Βάκχειον

(이)를

Βακχείᾱν

(이)를

Βάκχειον

(것)를

호격 Βάκχειε

(이)야

Βακχείᾱ

(이)야

Βάκχειον

(것)야

쌍수주/대/호 Βακχείω

(이)들이

Βακχείᾱ

(이)들이

Βακχείω

(것)들이

속/여 Βακχείοιν

(이)들의

Βακχείαιν

(이)들의

Βακχείοιν

(것)들의

복수주격 Βάκχειοι

(이)들이

Βακχεῖαι

(이)들이

Βάκχεια

(것)들이

속격 Βακχείων

(이)들의

Βακχειῶν

(이)들의

Βακχείων

(것)들의

여격 Βακχείοις

(이)들에게

Βακχείαις

(이)들에게

Βακχείοις

(것)들에게

대격 Βακχείους

(이)들을

Βακχείᾱς

(이)들을

Βάκχεια

(것)들을

호격 Βάκχειοι

(이)들아

Βακχεῖαι

(이)들아

Βάκχεια

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Λύσιον δέ, τὸν δὲ Βάκχειον ὀνομάζουσι. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 2 12:4)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 2 12:4)

  • ἡγεῖται μὲν οὖν ὃν Βάκχειον ὀνομάζουσιν ‐ Ἀνδροδάμασ σφίσιν ὁ Φλάντοσ τοῦτον ἱδρύσατο ‐ , ἕπεται δὲ ὁ καλούμενοσ Λύσιοσ, ὃν Θηβαῖοσ Φάνησ εἰπούσησ τῆσ Πυθίασ ἐκόμισεν ἐκ Θηβῶν. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 7 11:1)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 7 11:1)

  • ὅτε τὸν Ὀρφέα διεσπάσαντο αἱ Θρᾷτται, φασὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ σὺν τῇ λύρᾳ εἰσ τὸν Ἕβρον ἐμπεσοῦσαν ἐκβληθῆναι εἰσ τὸν μέλανα κόλπον, καὶ ἐπιπλεῖν γε τὴν κεφαλὴν τῇ λύρᾳ, τὴν μὲν ᾄδουσαν θρῆνόν τινα ἐπὶ τῷ Ὀρφεῖ, ὡσ λόγοσ,^ τὴν λύραν δὲ αὐτὴν ὑπηχεῖν τῶν ἀνέμων ἐμπιπτόντων ταῖσ χορδαῖσ, καὶ οὕτω μετ’ ᾠδῆσ προσενεχθῆναι τῇ Λέσβῳ, κἀκείνουσ ἀνελομένουσ τὴν μὲν κεφαλὴν καταθάψαι ἵναπερ νῦν τὸ Βακχεῖον αὐτοῖσ ἐστι, τὴν λύραν δὲ ἀναθεῖναι εἰσ τοῦ Ἀπόλλωνοσ τὸ ἱερόν, καὶ ἐπὶ πολύ γε σώζεσθαι αὐτήν. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 11:2)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 11:2)

  • μῶν τὸ βακχεῖον κάρα τῆσ θεσπιῳδοῦ δεῦρο Κασάνδρασ φέρεισ; (Euripides, Hecuba, episode13)

    (에우리피데스, Hecuba, episode13)

  • ὦ τέκνον τέκνον, αἰαῖ, κατάρχομαι γόων, βακχεῖον ἐξ ἀλάστοροσ ἀρτιμαθῆ νόμον. (Euripides, Hecuba, episode 1:3)

    (에우리피데스, Hecuba, episode 1:3)

  • ἔτ’ αὐτὸν ὄψῃ κἀπὶ Δελφίσιν πέτραισ πηδῶντα σὺν πεύκαισι δικόρυφον πλάκα, πάλλοντα καὶ σείοντα βακχεῖον κλάδον, μέγαν τ’ ἀν’ Ἑλλάδα. (Euripides, episode 11:7)

    (에우리피데스, episode 11:7)

  • αἳ μὲν γὰρ αὐτῶν θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην αὖθισ ἐξανέστεφον, αἳ δ’, ἐκλιποῦσαι ποικίλ’ ὡσ πῶλοι ζυγά, βακχεῖον ἀντέκλαζον ἀλλήλαισ μέλοσ. (Euripides, episode, lyric 2:3)

    (에우리피데스, episode, lyric 2:3)

유의어

  1. a Bacchic revelry

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION