헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀστραπή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀστραπή ἀστραπῆς

형태분석: ἀστραπ (어간) + η (어미)

어원: a)steroph/, steroph/

  1. 번개, 벼락
  1. lightning

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀστραπή

번개가

ἀστραπᾱ́

번개들이

ἀστραπαί

번개들이

속격 ἀστραπῆς

번개의

ἀστραπαῖν

번개들의

ἀστραπῶν

번개들의

여격 ἀστραπῇ

번개에게

ἀστραπαῖν

번개들에게

ἀστραπαῖς

번개들에게

대격 ἀστραπήν

번개를

ἀστραπᾱ́

번개들을

ἀστραπᾱ́ς

번개들을

호격 ἀστραπή

번개야

ἀστραπᾱ́

번개들아

ἀστραπαί

번개들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πρὸ βροντῆσ κατασπεύδει ἀστραπή, καὶ πρὸ αἰσχυντηροῦ προελεύσεται χάρισ. (Septuagint, Liber Sirach 32:10)

    (70인역 성경, Liber Sirach 32:10)

  • καὶ Κύριοσ ἔσται ἐπ̓ αὐτοὺσ καὶ ἐξελεύσεται ὡσ ἀστραπὴ βολίσ, καὶ Κύριοσ παντοκράτωρ ἐν σάλπιγγι σαλπιεῖ καὶ πορεύσεται ἐν σάλῳ ἀπειλῆσ αὐτοῦ. (Septuagint, Prophetia Zachariae 9:14)

    (70인역 성경, 즈카르야서 9:14)

  • ὡσαύτωσ καὶ ἀστραπή, ὅταν ἐπιφανῇ, εὔοπτόσ ἐστι, τὸ δ’ αὐτὸ καὶ πνεῦμα ἐν πάσῃ χώρᾳ πνεῖ. (Septuagint, Litterae Ieremiae 1:61)

    (70인역 성경, Litterae Ieremiae 1:61)

  • καὶ ἐν μέσῳ τῶν ζῴων ὅρασισ ὡσ ἀνθράκων πυρὸσ καιομένων, ὡσ ὄψισ λαμπάδων συστρεφομένων ἀναμέσον τῶν ζῴων καὶ φέγγοσ τοῦ πυρόσ, καὶ ἐκ τοῦ πυρὸσ ἐξεπορεύετο ἀστραπή. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 1:13)

    (70인역 성경, 에제키엘서 1:13)

  • οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἀστραπὴ διαΐξασα καὶ βροντὴ καταρραγεῖσα καὶ ὑετὸσ ἢ χιὼν ἢ χάλαζα κατενεχθεῖσα καὶ ταῦτα δυσείκαστα πάντα καὶ ἀτέκμαρτα ἦν. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 4:6)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 4:6)

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION