헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χάλυβος

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χάλυβος

어원: = xa/luy, Aesch., Eur.

예문

  • ξένοσ δὲ κλήρουσ ἐπινωμᾷ, Χάλυβοσ Σκυθᾶν ἄποικοσ, κτεάνων χρηματοδαίτασ πικρόσ, ὠμόφρων σίδαροσ, χθόνα ναίειν διαπήλασ, ὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειν, τῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρουσ. (Aeschylus, Seven Against Thebes, choral, antistrophe 11)

    (아이스킬로스, 테바이를 공격한 일곱 장수, choral, antistrophe 11)

  • κτύπου γὰρ ἀχὼ χάλυβοσ διῇξεν ἄντρων μυχόν, ἐκ δ’ ἔπληξέ μου τὰν θεμερῶπιν αἰδῶ· (Aeschylus, Prometheus Bound, choral, strophe 14)

    (아이스킬로스, 결박된 프로메테우스, choral, strophe 14)

  • ἄγε νυν, πρὶν τήνδ’ ἀνακινῆσαι νόσον, ὦ ψυχὴ σκληρά, χάλυβοσ λιθοκόλλητον στόμιον παρέχουσ’, ἀνάπαυε βοήν, ὡσ ἐπίχαρτον τελέουσ’ ἀεκούσιον ἔργον. (Sophocles, Trachiniae, episode 9:1)

    (소포클레스, 트라키니아이, episode 9:1)

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION