헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπαγείρω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπαγείρω ἐπαγερῶ

형태분석: ἐπ (접두사) + ἀγείρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 모으다, 수집하다, 집합시키다, 거두다
  1. to gather together, collect, to assemble

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπαγείρω

(나는) 모은다

ἐπαγείρεις

(너는) 모은다

ἐπαγείρει

(그는) 모은다

쌍수 ἐπαγείρετον

(너희 둘은) 모은다

ἐπαγείρετον

(그 둘은) 모은다

복수 ἐπαγείρομεν

(우리는) 모은다

ἐπαγείρετε

(너희는) 모은다

ἐπαγείρουσιν*

(그들은) 모은다

접속법단수 ἐπαγείρω

(나는) 모으자

ἐπαγείρῃς

(너는) 모으자

ἐπαγείρῃ

(그는) 모으자

쌍수 ἐπαγείρητον

(너희 둘은) 모으자

ἐπαγείρητον

(그 둘은) 모으자

복수 ἐπαγείρωμεν

(우리는) 모으자

ἐπαγείρητε

(너희는) 모으자

ἐπαγείρωσιν*

(그들은) 모으자

기원법단수 ἐπαγείροιμι

(나는) 모으기를 (바라다)

ἐπαγείροις

(너는) 모으기를 (바라다)

ἐπαγείροι

(그는) 모으기를 (바라다)

쌍수 ἐπαγείροιτον

(너희 둘은) 모으기를 (바라다)

ἐπαγειροίτην

(그 둘은) 모으기를 (바라다)

복수 ἐπαγείροιμεν

(우리는) 모으기를 (바라다)

ἐπαγείροιτε

(너희는) 모으기를 (바라다)

ἐπαγείροιεν

(그들은) 모으기를 (바라다)

명령법단수 ἐπάγειρε

(너는) 모아라

ἐπαγειρέτω

(그는) 모아라

쌍수 ἐπαγείρετον

(너희 둘은) 모아라

ἐπαγειρέτων

(그 둘은) 모아라

복수 ἐπαγείρετε

(너희는) 모아라

ἐπαγειρόντων, ἐπαγειρέτωσαν

(그들은) 모아라

부정사 ἐπαγείρειν

모으는 것

분사 남성여성중성
ἐπαγειρων

ἐπαγειροντος

ἐπαγειρουσα

ἐπαγειρουσης

ἐπαγειρον

ἐπαγειροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπαγείρομαι

(나는) 모인다

ἐπαγείρει, ἐπαγείρῃ

(너는) 모인다

ἐπαγείρεται

(그는) 모인다

쌍수 ἐπαγείρεσθον

(너희 둘은) 모인다

ἐπαγείρεσθον

(그 둘은) 모인다

복수 ἐπαγειρόμεθα

(우리는) 모인다

ἐπαγείρεσθε

(너희는) 모인다

ἐπαγείρονται

(그들은) 모인다

접속법단수 ἐπαγείρωμαι

(나는) 모이자

ἐπαγείρῃ

(너는) 모이자

ἐπαγείρηται

(그는) 모이자

쌍수 ἐπαγείρησθον

(너희 둘은) 모이자

ἐπαγείρησθον

(그 둘은) 모이자

복수 ἐπαγειρώμεθα

(우리는) 모이자

ἐπαγείρησθε

(너희는) 모이자

ἐπαγείρωνται

(그들은) 모이자

기원법단수 ἐπαγειροίμην

(나는) 모이기를 (바라다)

ἐπαγείροιο

(너는) 모이기를 (바라다)

ἐπαγείροιτο

(그는) 모이기를 (바라다)

쌍수 ἐπαγείροισθον

(너희 둘은) 모이기를 (바라다)

ἐπαγειροίσθην

(그 둘은) 모이기를 (바라다)

복수 ἐπαγειροίμεθα

(우리는) 모이기를 (바라다)

ἐπαγείροισθε

(너희는) 모이기를 (바라다)

ἐπαγείροιντο

(그들은) 모이기를 (바라다)

명령법단수 ἐπαγείρου

(너는) 모여라

ἐπαγειρέσθω

(그는) 모여라

쌍수 ἐπαγείρεσθον

(너희 둘은) 모여라

ἐπαγειρέσθων

(그 둘은) 모여라

복수 ἐπαγείρεσθε

(너희는) 모여라

ἐπαγειρέσθων, ἐπαγειρέσθωσαν

(그들은) 모여라

부정사 ἐπαγείρεσθαι

모이는 것

분사 남성여성중성
ἐπαγειρομενος

ἐπαγειρομενου

ἐπαγειρομενη

ἐπαγειρομενης

ἐπαγειρομενον

ἐπαγειρομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπῆγειρον

(나는) 모으고 있었다

ἐπῆγειρες

(너는) 모으고 있었다

ἐπῆγειρεν*

(그는) 모으고 있었다

쌍수 ἐπήγειρετον

(너희 둘은) 모으고 있었다

ἐπηγεῖρετην

(그 둘은) 모으고 있었다

복수 ἐπήγειρομεν

(우리는) 모으고 있었다

ἐπήγειρετε

(너희는) 모으고 있었다

ἐπῆγειρον

(그들은) 모으고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπηγεῖρομην

(나는) 모이고 있었다

ἐπήγειρου

(너는) 모이고 있었다

ἐπήγειρετο

(그는) 모이고 있었다

쌍수 ἐπήγειρεσθον

(너희 둘은) 모이고 있었다

ἐπηγεῖρεσθην

(그 둘은) 모이고 있었다

복수 ἐπηγεῖρομεθα

(우리는) 모이고 있었다

ἐπήγειρεσθε

(너희는) 모이고 있었다

ἐπήγειροντο

(그들은) 모이고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐπήγειρε Κύριοσ ἐπὶ Ἰωρὰμ τοὺσ ἀλλοφύλουσ καὶ τοὺσ Ἄραβασ καὶ τοὺσ ὁμόρουσ τῶν Αἰθιόπων, (Septuagint, Liber II Paralipomenon 21:16)

    (70인역 성경, 역대기 하권 21:16)

  • Τιθωνὸν δ’ ἀπὸ τῆσ ἑώ μέχρι δυσμῶν κοιμώμενον μόλισ αἱ ἐπιθυμίαι πρὸσ ἑσπέραν ἐπήγειρον ὅθεν Ηοἶ συγκοιμᾶσθαι λεχθείσ, διὰ τὸ ταῖσ ἐπιθυμίαισ ἐμπεπλέχθαι ἐπὶ γήρωσ ἐν ταλάρῳ καθεῖρκται, κρεμαστὸσ ὢν πρὸσ ἀλήθειαν ἐκ τούτων, καὶ Μελάνθιοσ δὲ τὸν αὑτοῦ τράχηλον κατατείνων ἀπήγχετο ἐκ τῶν ἀπολαύσεων, κνισότεροσ ὢν τοῦ Ὀδυσσέωσ Μελανθίου. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 721)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 721)

  • ὅθεν οὐδὲν ἐδίδασκε Σωκράτησ, ἀλλ’ ἐνδιδοὺσ ἀρχὰσ ἀποριῶν ὥσπερ ὠδίνων τοῖσ νέοισ ἐπήγειρε καὶ ἀνεκίνει καὶ συνεξῆγε τὰσ ἐμφύτουσ νοήσεισ· (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 1, section 6 2:1)

    (플루타르코스, Platonicae quaestiones, chapter 1, section 6 2:1)

  • παυσαμένῳ δὲ τῷ πολέμῳ τὴν στάσιν ἐπήγειρον αὖθισ οἱ δημαγωγοί, καινὴν μὲν οὐδεμίαν αἰτίαν ἔχοντεσ οὐδ’ ἔγκλημα δίκαιον, ἃ δὲ ταῖσ προτέραισ αὐτῶν διαφοραῖσ καὶ ταραχαῖσ ἀναγκαίωσ ἐπηκολούθησε κακά, ταῦτα ποιούμενοι πρόφασιν ἐπὶ τοὺσ πατρικίουσ, ἄσποροσ γὰρ ἡ πλείστη καὶ ἀγεώργητοσ ἀπελείφθη τῆσ χώρασ, ἀγορᾶσ δ’ ἐπεισάκτου παρασκευὴν διὰ τὸν πόλεμον ὁ καιρὸσ οὐκ ἔδωκεν. (Plutarch, Lives, chapter 12 1:1)

    (플루타르코스, Lives, chapter 12 1:1)

  • ἀλλὰ τὰ μὲν πολίων ἐξεπράθομεν, τὰ δέδασται, λαοὺσ δ’ οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῦτ’ ἐπαγείρειν. (Homer, Iliad, Book 1 15:4)

    (호메로스, 일리아스, Book 1 15:4)

유의어

  1. 모으다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION