헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιαγείρω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιαγείρω

형태분석: περι (접두사) + ἀγείρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to go round and collect money, to do so for oneself

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιαγείρω

περιαγείρεις

περιαγείρει

쌍수 περιαγείρετον

περιαγείρετον

복수 περιαγείρομεν

περιαγείρετε

περιαγείρουσιν*

접속법단수 περιαγείρω

περιαγείρῃς

περιαγείρῃ

쌍수 περιαγείρητον

περιαγείρητον

복수 περιαγείρωμεν

περιαγείρητε

περιαγείρωσιν*

기원법단수 περιαγείροιμι

περιαγείροις

περιαγείροι

쌍수 περιαγείροιτον

περιαγειροίτην

복수 περιαγείροιμεν

περιαγείροιτε

περιαγείροιεν

명령법단수 περιάγειρε

περιαγειρέτω

쌍수 περιαγείρετον

περιαγειρέτων

복수 περιαγείρετε

περιαγειρόντων, περιαγειρέτωσαν

부정사 περιαγείρειν

분사 남성여성중성
περιαγειρων

περιαγειροντος

περιαγειρουσα

περιαγειρουσης

περιαγειρον

περιαγειροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιαγείρομαι

περιαγείρει, περιαγείρῃ

περιαγείρεται

쌍수 περιαγείρεσθον

περιαγείρεσθον

복수 περιαγειρόμεθα

περιαγείρεσθε

περιαγείρονται

접속법단수 περιαγείρωμαι

περιαγείρῃ

περιαγείρηται

쌍수 περιαγείρησθον

περιαγείρησθον

복수 περιαγειρώμεθα

περιαγείρησθε

περιαγείρωνται

기원법단수 περιαγειροίμην

περιαγείροιο

περιαγείροιτο

쌍수 περιαγείροισθον

περιαγειροίσθην

복수 περιαγειροίμεθα

περιαγείροισθε

περιαγείροιντο

명령법단수 περιαγείρου

περιαγειρέσθω

쌍수 περιαγείρεσθον

περιαγειρέσθων

복수 περιαγείρεσθε

περιαγειρέσθων, περιαγειρέσθωσαν

부정사 περιαγείρεσθαι

분사 남성여성중성
περιαγειρομενος

περιαγειρομενου

περιαγειρομενη

περιαγειρομενης

περιαγειρομενον

περιαγειρομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to go round and collect money

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION