Ancient Greek-English Dictionary Language

μαντείᾱ
(Noun), 예언, 예시, 신탁, 계시##
μαντεῖος
(Adjective), 예언의, 예언자의, 예언력을 가진
μαντεῖον
(Noun), 신탁, 지성소##신탁, 신의 응답##
μάντευμα
(Noun), 신탁, 지성소
μαντευτέος
(Adjective), one must divine
μαντευτός
(Adjective), foretold by an oracle, prescribed by an oracle
μαντεύω
(Verb), 예언하다, 예시하다, 예측하다##예감이 들다, 예감하다, 예언하다##########
μαντικός
(Adjective), 예언의, 예언자의, 예언력을 가진, 점치는####
Μαντινεύς
(Noun), an inhabitant of Mantinea or Mantineia
μαντιπολέω
(Verb), 예언하다, 예시하다
μαντιπόλος
(Adjective), 계시 받은, 영감을 받은, 광란적인
μάντις
(Noun), 예언가, 점쟁이##사마귀
μαντοσύνη
(Noun), the art of divination
μαντόσυνος
(Adjective), oracular
μαντῷος
(Adjective),
μάθημα
(Noun), 가르침, 교육##지식, 학문, 문자, 과학, 학습
μαθηατικός
(Adjective), scientific, esp. mathematical##(substantive) mathematics
μαθηματικός
(Noun), 수학자, 점성술사##
μάθησις
(Noun), ##학구열##교육, 안내문, 교수
μαθητέος
(Adjective), to be learnt##one must learn
μαθητεύω
(Verb), 있다, 돌보다, 함께하다##지도하다, 알리다, 가르치다

SEARCH

MENU NAVIGATION